Crescenzio
Sangiglio
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΜΟΝΤΑΛΕ*
Δε χωρά καμιά αμφιβολία πως στην ιταλική
ποιητική σκηνή του εικοστού αιώνα το έργο του Εουτζένιο Μοντάλε καταλαμβάνει
προεξάρχουσα θέση. Κατά συνέπεια, δε θα μπορούσαμε με κανέναν τρόπο να το
αγνοήσουμε, εφόσον από πολλές απόψεις εκπροσωπεί την επιτομή ενός
φιλοσοφικού-λογοτεχνικού μωσαϊκού σχεδόν μισού αιώνα.
Η πνευματική διαμόρφωση του Μοντάλε σφραγίζεται
από την αποδοχή εκ μέρους του ιδεαλισμού αρχικά του Τζοβάνι Τζεντίλε, τον οποίο
εντούτοις δεν αφομοίωσε πλήρως, και κατόπιν του Μπενεντέτο Κρότσε, τα κύρια
γνωρίσματα του οποίου ο ποιητής φιλοδοξούσε να υιοθετήσει, αν και με τρόπο
αποσπασματικό και τελικά ελάχιστα αποτελεσματικό, καθότι ταλανιζόταν από άλλες
παρορμήσεις, πιο επιτακτικές και απτές. Σε κάθε περίπτωση, μεγαλύτερη επιρροή
φαίνεται να έχει δεχτεί από τη θεωρία της ενόρασης του Ανρί Μπερξόν, και ιδίως
από την ενδεχομενικότητα του Εμίλ Μπουτρού, τα συμπεράσματα του οποίου στα
χρόνια που προηγήθηκαν του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου συζητήθηκαν και διαδόθηκαν
ευρέως.
Ο Μοντάλε μολονότι δε συγκαταλέγεται στους
πολυγραφότερους ποιητές, αντιπροσωπεύει μια από τις σπουδαιότερες στιγμές στην
παγκόσμια ποίηση του εικοστού αιώνα.
Μπόρεσε εξαρχής να ανακαλύψει και να
επεξεργαστεί τη βασική του θεματολογία, στην οποία επρόκειτο να παραμείνει πιστός
και τα επόμενα χρόνια. Υπό αυτή την έννοια, η ποίησή του δομείται και
εξελίσσεται με ιδιαίτερα ενιαίο τρόπο, χάρη στη συνέπεια μιας συγκεκριμένης
διαδρομής ιδεών.
Από το σύνολο του ποιητικού του έργου
ουσιαστικά ξεχωρίζουν τρεις συλλογές, οι οποίες παρουσιάζουν και τη μεγαλύτερη
αξία και ενδιαφέρον: Κόκαλα Σουπιάς (1925), Ευκαιρίες
(1939), Η Μπόρα και Άλλα Ποιήματα
(1956). Η διαδρομή τους απηχεί την πορεία του ανθρώπου στη διάρκεια μιας
ταραχώδους ιστορικής περιόδου, που εκτείνεται από την εγκαθίδρυση του
φασιστικού καθεστώτος (1922) μέχρι το λεγόμενο ιταλικό οικονομικό
θαύμα (1955-1960).
Στα
Κόκαλα Σουπιάς κυριαρχεί η ιδέα ενός κόσμου βυθισμένου σε μια αίσθηση
αναπόφευκτης και αβάσταχτης ήττας, από την οποία πηγάζει
η οδύνη ως πρωταρχικό θέμα στοχασμού και ως εσώτερος δεσμός με την ύπαρξη.
Έπειτα, σε υπαρξιακό επίπεδο, ολοκληρώνεται αμετάκλητα η τραγωδία, αφήνοντας σημάδια που δε θα φύγουν ποτέ.
Ακολούθως, και ως λογική συνεπαγωγή, παγιώνεται
η σκέψη και το μοτίβο της «κοσμικής ήττας», η οποία συνδέεται με εμβληματικό τρόπο με την τελική μορφή των «απορριγμάτων»
και της «σκωρίας», και το ανάλογο συναίσθημα της
«απόρριψης» σε ένα ανθρώπινο περιβάλλον τόσο ολοκληρωτικά φθαρμένο και με τη σειρά του φθοροποιό,
αφού σε κάθε δυνατό και ενδεχόμενο όφελος αντιστοιχεί
πάντα μια απώλεια προς άλλες κατευθύνσεις (βλ. Ιl
mestiere
del
poeta, σε επιμέλεια του F. Camon,
Lerici, Μιλάνο 1965), με αποτέλεσμα τίποτα να μην
είναι ούτε να μπορεί να είναι ποτέ αποδοτικό από
μόνο του χωρίς να ενέχει και κάποια απώλεια.
Υπό αυτό το πρίσμα διαπιστώνει
κανείς τον «ορθολογικό πεσιμισμό των πρώτων έργων του Μοντάλε» (Λουνιάνι), στα
οποία ο ποιητής δεν καταφέρνει να αντέξει την επέμβαση ή μάλλον την εισβολή της
πραγματικότητας και της δραματικής της συνείδησης.
Έτσι οι Ευκαιρίες
δεν είναι τίποτε άλλο παρά θαυμαστά γεγονότα, χάρη στα οποία ο άνθρωπος μπορεί
να μετέχει της «χάριτος» και να οδηγηθεί στη «λύτρωση» σε έναν κόσμο φανταστικό
και, ως εκ τούτου, κατά κάποιο τρόπο ιδανικό και εξιδανικευμένο, πολύ μακρινό
από το σαθρό και ατελές παρόν.
Μέσα από μια ανάλογη διαδρομή πράγματι η μορφή
της γυναίκας που μεσιτεύει προβάλλει
καταλυτική.
Σε αυτή την ποίηση, και κατ’ επέκταση μέσω της
ποίησης, αναδύονται παρουσίες οι οποίες φέρνουν στο φως κόσμους κρυμμένους, που
ξεδιπλώνονται απρόσκοπτα: είναι τα «φυλακτά», τα φαντάσματα όσων υποψιαζόμαστε
και βιώνουμε ως ενδείξεις μιας ζωής και ενός θανάτου που ανιχνεύονται στον
καθρέφτη ενός μεταφυσικού τόπου δεισιδαιμονικά γεμάτου από μυστηριώδη είδωλα,
με σκοπό τη συμβολική αποκάλυψη της ιστορίας του ατομικού πεπρωμένου.
Η
Μπόρα είναι αναντίρρητα η
ποιητική σύνθεση του Μοντάλε που πραγματεύεται με τον πλέον υποδειγματικό τρόπο
τις μνήμες της αντίστασης ενάντια στο φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας, τις
μνήμες εκείνων των σκοτεινών, εχθρικών χρόνων που, ιδιαίτερα στο τμήμα του
έργου με τίτλο Finisterre, μαρτυρούν το αληθινό μέγεθος της συμμετοχής
του ποιητή στο ιστορικό γίγνεσθαι μέσω της πιο αυθεντικής ερμηνείας των
γεγονότων της εποχής του.
Διακρίνεται εδώ ο πυρήνας της έννοιας της
«κυκλικότητας» του κακού, της τυραννίας μιας σαγηνευτικής αρνητικότητας και,
τέλος, της πρωταρχικής και σαρωτικής σημασίας της οδύνης κατά τις ατελείωτες
δοκιμασίες της ανθρώπινης ύπαρξης, στις οποίες ο θάνατος είναι το αδιόρατο,
αβάσταχτο και αναπόφευκτο πέπλο, που σκεπάζει ανθρώπους και γη και καθιστά
συμπτωματική κάθε ηθική ευαισθησία και πάθος.
Ως προς την Μπόρα, προκαλούν ενδιαφέρον οι διαμετρικά αντίθετες απόψεις
που διατυπώθηκαν από τους κριτικούς τη δεκαετία
του ’50 σχετικά με την υποτιθέμενη ή μη, ουσιαστική ανανέωση της συγκεκριμένης
ποίησης του Μοντάλε που δημοσιεύεται ακριβώς τα ίδια εκείνα χρόνια.
Για ορισμένους (και κυρίως για τον Παζολίνι)
στα ποιήματα της συλλογής αυτής διαφαίνεται μια γνήσια καινοτομία στο
περιεχόμενο κατά την εξωτερίκευση ενός «ορθολογισμού» που «υπερβαίνει τα όρια
της αισθητικής» και συναντά τα ίχνη του «ιστορικού κόσμου». Αντίθετα, άλλοι
(Σαλινάρι) δε διστάζουν να βεβαιώσουν πως στους στίχους της Μπόρας ο Μοντάλε δεν είπε τίποτα
καινούριο, τίποτα δηλαδή που να μην ήταν ήδη γνωστό· φτάνουν μάλιστα στο σημείο
να ισχυριστούν ότι ο ποιητής μοιάζει να απέχει από την πραγματικότητα εκείνων
των χρόνων, καθώς και από την «καινούρια ιστορική κατάσταση
που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται» στην Ιταλία μετά το τέλος του Δεύτερου
Παγκόσμιου πολέμου.
Στο ίδιο πνεύμα λίγο πολύ κινείται και ο Τζ.
Γκαμπόν, σύμφωνα με τον οποίο το «καινούριο τομίδιο» (δηλαδή η ποιητική συλλογή
Η Μπόρα)
δεν παρουσιάζει καμία καινοτομία για όσους έτρεφαν αυτή την προσδοκία και, ως
εκ τούτου, δεν εντοπίζονται τάσεις ανανέωσης σε σχέση με τις προηγούμενες
συλλογές, καθότι ο Μοντάλε «δεν είναι ποιητής που “ανανεώνεται”», με αποτέλεσμα
οι δύο πόλοι του ποιητικού στοχασμού του, το «εγώ και ο κόσμος», να παραμένουν
οι ίδιοι.
Με λίγα λόγια, η συλλογή Η Mπόρα περιέχει όλα τα θέματα της ποίησης του
Μοντάλε: τα σκοτεινά δράματα, την ηθική υποκρισία, τα κωδικοποιημένα ψέματα, τη
χειραγώγηση που ασκεί η πνευματική βιομηχανία και την ανυπεράσπιστη αυτονομία
της κριτικής συνείδησης.
2.
Χωρίς αμφιβολία, η ιταλική ποίηση του εικοστού αιώνα σφραγίστηκε σε μεγάλο
βαθμό από την παρουσία του Τζοβάνι Πάσκολι και
του Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο. Αντίθετα, οι απόψεις του Καρντούτσι, όπως
διαμορφώθηκαν τους χρόνους μετά την ιταλική παλιγγενεσία, περιπλεγμένες από
έναν όψιμο –και μορφικά μάλλον αδύνατο- κλασικισμό, μεταμφιεσμένο σε
νεοκλασικισμό, δε φαίνεται να έδωσαν επαρκή και έγκυρα κίνητρα για αναζητήσεις
ώστε να αποτελέσουν υλικό μιας πραγματικής καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής
εξέλιξης.
Η επίδραση του Πάσκολι και του Ντ’ Ανούντσιο
συνεπώς ανιχνεύεται, αν και ανεπαίσθητα, στις πρώτες ποιητικές απόπειρες του
Μοντάλε, αλλά πολύ γρήγορα ατονεί στη
μετέπειτα ποιητική του παραγωγή, κατά την οποία στρέφεται, σε διαφορετικό βαθμό
ωστόσο, πρώτα προς την ποίηση του Λυκόφωτος και της όψιμης Παρακμής και ύστερα, πιο έντονα αλλά
όχι χωρίς επιφυλάξεις, προς τον ερμητισμό. Ο ερμητισμός αυτός δε σχετίζεται
τόσο με την αντίστοιχη πρωτοπορία, η οποία
βρίσκει πρόσφορο έδαφος στον Ουγκαρέττι, όσο με έναν ατομικό πειραματισμό πιο
διευρυμένο και πιο συνειδητό από θεματικής και ψυχολογικής άποψης.
Άλλωστε, η παρουσία του Ντ’ Ανούντσιο στο
ιταλικό ποιητικό στερέωμα του πρώτου τέταρτου του εικοστού αιώνα είναι
αναντίρρητα τόσο εμφανής που κάθε ισχυρισμός για το αντίθετο δεν μπορεί παρά να
μοιάζει αβάσιμος και ψευδής. Έτσι, κάθε μεταγενέστερος (αλλά και σύγχρονος)
ποιητής του Ντ’ Ανούντσιο αφομοίωσε διαφορετικές ποσότητες και χαρακτηριστικά
από τη λογοτεχνική, φιλοσοφική, γλωσσική και υφολογική του ύλη – με μια λέξη,
από το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο.
Ενώ, όπως έχει επισημανθεί (από τον Μανακόρντα,
στον Μοντάλε τα ίχνη της ποίησης του Ντ’ Ανούντσιο περιορίζονται στο
συντακτικό-λεξιλογικό και μετρικό επίπεδο, συνεπώς σε ένα πεδίο καθαρά μορφικό
και ουσιαστικά ασήμαντο, απεναντίας οι συνδέσεις
και οι συγγένειες μεταξύ της απήχησης του Πάσκολι και της πρόσληψής του στον
Μοντάλε είναι, κατά τη γνώμη μερικών
(Σανγκουινέτι), πιο συγκεκριμένες και αναγνωρίσιμες, και κατά τη γνώμη άλλων
(Μπονφιλιόλι, Σόλμι), απορριπτέες. Ο Σανγκουινέτι εντοπίζει στην ποίηση του
Μοντάλε την αναπόφευκτη διαμεσολάβηση της Σχολής των Crepuscolari μέσω του Γκοτσάνο, ενώ ο
Μπονφιλιόλι και ο Σόλμι απορρίπτουν δυναμικά την ύπαρξη οποιουδήποτε κοινού
σημείου ή σχέσης, σαν να επρόκειτο για τη δογματική προεικόνιση μιας αμοιβαίας
αδιαφορίας.
Ανάμεσα στις δύο αυτές απόψεις, η δεύτερη
θεωρείται μακράν η πιο κοντινή στην πραγματικότητα, όχι μόνο επειδή στην ουσία
η κατεξοχήν θέση του Πάσκολι είναι βαθύτατα διαποτισμένη από μια παρακμάζουσα και παρακμασμένη πλέον νοοτροπία κλασικής και
κλασικίζουσας υφής, ενώ η αντίληψη του Μοντάλε είναι εντελώς συνυφασμένη με τις
διάφορες ποιητικές διεργασίες του καινοτόμου εικοστού αιώνα (ενός αιώνα
πραγματικά μοναδικού για τους θεωρητικούς και πρακτικούς νεοτερισμούς του),
αλλά κυρίως επειδή, ενώ το έργο του Πάσκολι στρέφει την προσοχή του στα πιο
εμφανή στοιχεία της σχολής του Λυκόφωτος, και μέσα σε αυτά πραγματώνεται και
εξαντλείται, η ποιητική στράτευση του Μοντάλε προχωράει αποφασιστικά ένα βήμα
παραπέρα· αυτό γίνεται μέσω της μετάβασης και της μεταβολής της παραλλαγής του
Λυκόφωτος και της εγκαινίασης μιας εντελώς προσωπικής επινοητικής γραμμής, που
έχει τη δική της, διαφορετική θεωρητική συνείδηση και τροφοδότηση και έναν
τελικό προσανατολισμό εντελώς μοναδικό, μολονότι δε στερείται εξωτερικού
περιβλήματος και φραστικού συμβολισμού, τα οποία ανακαλούν την εκφραστικότητα
ενός Κορατσίνι, ενός Μορέτι, ενός Γκοτσάνο (που νεύει συναινετικά στα
«περιώνυμα» καθημερινά, τετριμμένα, οικεία αντικείμενα).
Άλλωστε, διαφορετική είναι και η άποψη του Α.
Τζουλιάνι, ο οποίος διακρίνει στον Μοντάλε έναν «επιφυλακτικό συναισθηματικό
ιμπρεσιονισμό, που έχει τις ρίζες του στην ποίηση του Πάσκολι» («Το φάντασμα
του Μοντάλε, στο Εκόνες και Τρόποι,
Φελτρινέλλι, Μιλάνο, 1965), προσεγγίζοντας έτσι την άποψη του Σανγκουινέτι.
Αυτή η αναλογική συγγενικότητα αποκαλύπτεται
κατά κύριο λόγο στα Κόκαλα Σουπιάς
και είναι πολύ λιγότερο αντιληπτή, αν όχι ανύπαρκτη, στις Ευκαιρίες που ακολουθούν και αργότερα στην Μπόρα, όταν ολοκληρώνεται η πορεία προς μια αυθεντική
ποιητικο-φιλοσοφική σύνοψη, τοποθετώντας τον Μοντάλε, πέρα από κάθε πιθανό
-ισμό, στη γενική ιστορικότητα μιας οικουμενικής συνείδησης που υπερβαίνει κάθε
προσωπική τραγική εποχή και υπαρξιακή αγωνία.
3. Είναι ομόφωνα αποδεκτό ότι ο Μοντάλε, μαζί
με τον Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, εμφανίζεται ως ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του
ερμητισμού, του οποίου οι δεδηλωμένες βασικές επιδιώξεις ήταν η κατάργηση της
ασυγκράτητης εισβολής στοιχείων της ποίησης του Ντ’ Ανούντσιο, και της
υποδεέστερης του Πάσκολι, καθώς και η σύνδεση με τα επίμονα αιτήματα που έθεταν
οι συμβολιστές και οι μετασυμβολιστές της γαλλικής επικράτειας (Σ. Μαλαρμέ, Π.
Βαλερί)· πρόκειται για έναν ερμητισμό ο οποίος, στη θλιβερή κατάσταση
πνευματικής κρίσης του ανθρώπου, αποκαλύπτει ως κυρίαρχη πραγματικότητα το
εσωτερικό εγώ που στρέφεται προς την αφήγηση μιας ύπαρξης στα όρια της
αρνητικότητας, μιας ύπαρξης που στερείται την παρηγοριά της ελπίδας.
Τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες
αυτής της κατάστασης ο Μοντάλε θα τα εκφράσει στους στίχους: «Μη γυρεύεις από
μας τον τύπο που κόσμους θα σου ανοίξει, / μα κάποια στρεβλή και ξερή σαν κλαδί
συλλαβή να σου πούμε. / Σήμερα μονάχα αυτό μπορούμε να σου πούμε, / τι δεν
είμαστε, τι δε θέλουμε».
Η άρνηση και η αρνητικότητα επομένως προβάλλουν
ως οι κινητήριες δυνάμεις της σκέψης του Μοντάλε. Και η ζωή δεν είναι τίποτ’
άλλο από μια έρημος, ένα τίποτα που τυλίγει τον άνθρωπο και τον δίχως νόημα
κόσμο, γυμνές οντότητες μιας αφηρημένης και συγκεχυμένης ύλης, απ’ όλες τις
απόψεις ακατανόητης και αν-ιστορικής.
Πρόκειται για έναν κόσμο και έναν άνθρωπο που δεν
έχουν και δε σκοπεύουν να έχουν μύθους και, ως εκ τούτου, δεν έχουν πλέον λόγο
ύπαρξης, αδρανείς καθώς στέκουν μπρος στη διάλυση και την αναλήθεια. Ο ίδιος ο
ποιητής δηλώνει με σαφήνεια: «Δε θα θέλαμε να αποδεχτούμε καμιά μυθολογία» (Stile e
Tradizione, riv.
II Baretti, 15.1.1925).
Η κρίση βασιλεύει και ο Μοντάλε ξεπροβάλλει από
την κρίση, ζει μέσα στην κρίση και τρέφεται από αυτήν. Σε ανάλογο περιβάλλον,
αυτός είναι ο κατεξοχήν βόρειος άνθρωπος, που καμία σχέση δεν έχει με τη
μεσογειακή ψυχή, με το φως και τους μεσογειακούς αντικατοπτρισμούς, με τις
αιωνόβιες ψευδαισθήσεις και απογοητεύσεις της μεσογειακής ψυχής. Κατ’ αυτό τον
τρόπο, μοιάζει βάσιμη η υποψία της ύπαρξης μιας βορειοευρωπαϊκής επιρροής στην
ποιητική έμπνευση του Μοντάλε, η οποία βρίσκεται σε παραδειγματική εναλλαγή με
το συνειδητό υπόστρωμα που του παρείχε η μάνα-γη της Λιγουρίας και το ιδιαίτερο
φυσικο-πνευματικό κλίμα της.
Ήδη από τα πρώτα του ποιητικά βήματα ο Μοντάλε εντοπίζει την απουσία συναισθήματος στις
διαπροσωπικές σχέσεις, η οποία καθίσταται διαλεκτικό ταίρι στην αναζήτηση μιας
συμμετρικής αμεσότητας επικοινωνίας, ευκταίας μα κατ’ εξακολούθησιν
ματαιωμένης.
Ως συνέπεια αναδεικνύεται στην ποίησή του μια
τάση (και μια ένταση, θα λέγαμε) προς τις μεταφυσικο-πνευματιστικές αντηχήσεις ενός
Τόμας, ενός Έλιοτ, ακόμα κι ενός Λόουελ, τυπικές βορειοευρωπαϊκές μαρτυρίες, οι
οποίες έχαιραν της ιδιαίτερης προσοχής, και ενίοτε της ιδιαίτερης
προτίμησης του Μοντάλε. Με γνώμονα μια τέτοια κατεύθυνση, η ποίηση αυτή έχει
εξάλλου ως σκοπό, αν όχι ξεκάθαρα δεδηλωμένο, σίγουρα σιωπηρά εννοούμενο, να
εγγράψει «την εθνική (πνευματική) παράδοση στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον
(Κάρπι), ήτοι πιο συγκεκριμένα να ελευθερώσει την ιταλική λογοτεχνία από τη
σφραγίδα τού υπερβολικά γηγενούς στοιχείου, που την στένευε μέσα σε πρότυπα και
τύπους περιορισμένης έκτασης και ευρωπαϊκής προβολής».
Επομένως, ο Μοντάλε είναι «ποιητής της κρίσης»,
έχοντας απόλυτη επίγνωση του γεγονότος αυτού και δεν τρέφει χίμαιρες,
νοσταλγίες, προσποιητή μελαγχολία και εύκολες λύπες.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν την πιο άμεση όψη του
πρισματικού Μοντάλε και την πιο έκδηλη ανάδειξη της νεωτερικότητάς του, υπό την
έννοια της αδιάκοπης ανανέωσης των προτάσεών του, μέσα στην οποία ξεχωρίζει σε
όλο της το εύρος η ικανότητά του να διαχειρίζεται το τεράστιο πλέγμα της
αρνητικότητας, το οποίο διαπιστώνει σε όλες τις πτυχές του υπαρξιακού ιστού:
από την επίβουλα επιτηδευμένη πραγματικότητα των μύθων στο εντελώς δυσανάλογο
και δυσβάσταχτο άχθος μιας παράδοσης και μιας ιστορίας, από τη συνειδητοποίηση ότι
βρισκόμαστε σε μια κατάσταση αναπόφευκτης
αδυναμίας στην αίσθηση ενός έρωτα σχεδόν απολιθωμένου μέσα σε μια έρημη
ακινησία και, τέλος, στην πιθανή έξοδο διαφυγής που μας προσφέρει μια
μυστικο-θρησκευτική λύση με τη μορφή της έσχατης παρηγοριάς, της έσχατης καταφυγής.
Αυτή η νεωτερικότητα εν συνεχεία μεταγγίζεται
στον ενοποιητικό παράγοντα της αποϊεροποίησης, η οποία κατά συνέπεια περιέχει
τη βάση της ηθικής της σκέψης του Μοντάλε, την αναγνώριση δηλαδή του εντελώς
ανέφικτου οποιασδήποτε αξίας ζωής και πολιτισμού, καθώς αμφότερα απειλούνται
από μια ανεπίστροφη αδυναμία.
Ο Μοντάλε, κατά την αποστασιοποιημένη
διερεύνησή του, δεν προβάλλει απλώς ως ο άνθρωπος χωρίς ψευδαισθήσεις, που
ατενίζει από μακριά και με κριτική διάθεση κάθε
αδυναμία και παράλογη ζέση απέναντι σε αποπλανητικές μυθολογικές αλήθειες και
λεξιλογικές φαντασιοκοπίες της λογοτεχνικής συμβολογίας, αλλά, πάνω απ’ όλα, ως
ο ψυχρός διαγνώστης ενοχλητικών συγκυριακών καταστάσεων της πραγματικότητας και
αμείλικτων γεγονότων που «κουκουλώνονται» ανεπανόρθωτα από ασυγκράτητες και
ανεξέλεγκτες ιστορικο-πολιτικές χειραγωγήσεις.
Η σημαίνουσα αρνητικότητα
του Μοντάλε που προκύπτει απ’ όλα αυτά τυλίγει τις λέξεις, τους αφαιρεί μέχρις
εσχάτων τη σάρκα, αντλώντας από αυτές τη
μεταφυσική ματιά και διάθεση αλλά και τις πιο ιδιαίτερες γνωστικές περιστάσεις.
Και αυτή η ερήμωση φανερώνεται στον ιστορικό χρόνο, στον καθημερινό και εφήμερο
χρόνο, στον εμπειρικό χρόνο της ζωής. Με αυτή την προδιάθεση οι ψυχολογικές
κυμάνσεις του Μοντάλε χαίρουν άκρας συνέπειας: ιδανικός μάρτυρας μιας
απελπισμένης εποχής, όπου η αρνητικότητα δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η «έρημη
χώρα» της κρίσης που επηρεάζει και ταυτόχρονα παρανοεί την οντότητα-άνθρωπο και
αποδιαρθρώνει -αυτό κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ- μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού
πνευματικού και συνεπώς και ποιητικού συστήματος.
Έτσι, τίθενται εκτός των άλλων τα θεμέλια αυτού
που, στον Μοντάλε των πρώτων ποιητικών πειραματισμών, ονομάστηκε «λογικός
πεσιμισμός» (Μανακόρντα), ένας πεσιμισμός που δε λειτουργεί υπονομευτικά
περιορίζοντας την προοπτική ματιά και το δημιουργικό ζήλο του ποιητή.
4. Η ποίηση του Μοντάλε, όπως ήταν λογικό
και αναμενόμενο, επηρεάστηκε από το θεωρητικό πλαίσιο και τα έργα των
καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών ρευμάτων και κινημάτων που διαδόθηκαν στην
ευρωπαϊκή ήπειρο ανάμεσα στην τελευταία πενταετία του δέκατου ένατου αιώνα και
το πρώτο τέταρτο του εικοστού: πρωτοποριακές προτάσεις που κατάφεραν στ’
αλήθεια να αλλάξουν πολλές φορές πάγιες πνευματικές τάσεις και νοοτροπίες.
Ο Μοντάλε βίωσε, ερεύνησε και, κατά κάποιον
τρόπο, αφομοίωσε αρκετά από τα χαρακτηριστικά του ερμητισμού, συνενώνοντάς τα
με ιδιαίτερο τρόπο με τους πιο προσωπικούς του συλλογισμούς· το ίδιο είχε
πράξει παλαιότερα με τα γνωρίσματα του Παρακμιακού κινήματος, αν και με πολύ
λιγότερο ζήλο, όπως και με το μανιφέστο του φουτουρισμού, που όμως ήταν αρκετά
ακραίο και επικίνδυνο για να είναι πραγματικά δελεαστικό, και τέλος, με
μεγαλύτερη σιγουριά, με τις διδαχές των ποιητών του Λυκόφωτος.
Οι τελευταίοι μάλιστα παρείχαν το αρχικό
κίνητρο για την ποίηση του Μοντάλε: όπως αυτοί, έτσι και ο Μοντάλε φιλοδοξούσε
να αμφισβητήσει και να αντιτεθεί στον πομπώδη αυλικό λόγο -που δεν ήταν παρά
διαστρέβλωση και παραφθορά της ευγλωττίας των κλασικών-, και να απομακρυνθεί με
αυτό τον τρόπο από τη γραμμή του Ντ’ Ανούντσιο.
Έτσι, στον πρόλογό του για την ποίηση
του Γκοτσάνο, ο Μοντάλε αναγνωρίζει απερίφραστα στο συγγραφέα των Colloqui
ότι μπόρεσε να ξεπεράσει την αναμφίβολα σαγηνευτική και δελεαστική επιρροή του
Ντ’ Ανούντσιο, ανακαλύπτοντας και δημιουργώντας την καινούρια πραγματικότητα
ενός «δικού του περιβάλλοντος», μέσα από τη γλώσσα μιας έκφρασης ταιριαστής
στην καθημερινή οικειότητα.
Από την άλλη, δε θα ήταν άτοπο να
υπενθυμίσουμε ότι ο πυρήνας της ποιητικής και καλλιτεχνικής διαμόρφωσης του
Μοντάλε, αυτός που τροφοδοτεί ζωτικά όλη την ποίησή του, ακόμα και όπου δεν
είναι εμφανές, είναι βέβαια η γενέθλια γη των ποιητών της Λιγουρίας της
προηγούμενης γενιάς, με τον γεμάτο από αρνήσεις και βαθιά ερήμωση κόσμο τους,
με ιδιαίτερη έμφαση στον Τσ. Σμπάρμπαρο αλλά και στους Τσεκάρντο, Α. Μπαρίλε,
Α. Γκράντε: όλοι τους δημιουργοί που κυριολεκτικά σωματοποιούν το περιβάλλον
της ιδιαίτερης πατρίδας τους – τυπικός συμβολισμός της γύμνιας
και της φυσικής τραχύτητας που ασφαλώς έχει αντίκτυπο στην ψυχή των κατοίκων
της.
Αυτό το γηγενές γενεαλογικό δέντρο
μπολιάζεται στη συνέχεια, όπως είδαμε, με συγκεκριμένα στοιχεία της διδασκαλίας
των ποιητών του Λυκόφωτος, καθώς και με ίχνη από τις διδαχές του κινήματος της
Παρακμής, τα οποία αφομοιώθηκαν αμέσως, μεταμορφώθηκαν σε βάθος και επανεμφανίστηκαν
με πιο εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, έχοντας δηλαδή προσλάβει μια νέα
προσωπική διάσταση.
5.
Έγινε παραπάνω νύξη για την ερμητική προέλευση της ποιητικής αντίληψης του
Μοντάλε και, μέσα από τις θεωρητικές και πρακτικές της παραμέτρους, για τον
τρόπο που ο ποιητής την αξιοποιεί ιδεολογικά, ώστε να ερμηνεύσει το όραμα του
κόσμου που πρέπει υποχρεωτικά να υπομείνει την «έφεσή» του σε συνεχείς κρίσεις.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτός καθαυτός
ο ερμητισμός και τα πιο άμεσα αιτήματά του είχαν πολύ μικρότερη επίδραση στον
Μοντάλε απ’ ό,τι στον Ουνγκαρέτι, για να αναφέρουμε έναν από τους «μεγάλους»
του κινήματος.
Δε θα ήταν υπερβολή λοιπόν να
ισχυριστούμε ότι ο Μοντάλε είναι ένας sui
generis ερμητικός, ο οποίος δε διατίθεται ευνοϊκά
απέναντι στον ιδιαίτερο τόνο του συντακτικού εκείνου ύφους που στις
προγραμματικές διακηρύξεις του ερμητισμού πρέπει να έχει ως μύχιο στόχο την
πραγματική ανάκτηση μιας «καθαρής ποίησης» ιδωμένης ως πρωταρχική εκφραστική
ανάγκη· μια ποίηση που να ξαναανακαλύπτει και επαναπροσδιορίζει τον υποβλητικό
χαρακτήρα της λέξης, παραβιάζοντας τους ιερούς αλλά φθαρμένους δεσμούς της
φρασεολογικής αλληλουχίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η θεωρητική τάση του
ερμητισμού να αποκτήσει μια κειμενικότητα όσο το δυνατόν αν-ιστορική, ακόμα και
α-χρονική, διαμέσου της συνειδητής απαλλαγής από ψυχολογικά και κοινωνικά
προ-ιστορικά βάρη, φαίνεται να υποχωρεί εμφανώς στον Μοντάλε· η σχέση του με το
γεγονός και το ιστορικό του καθήκον υπακούουν ως επί το πλείστον στη μεταφυσική
αγωνία που τον βασανίζει καθώς διαλέγεται με το χρόνο και, κατ’ επέκταση και
λόγω αυτού, με τα πιο αιχμηρά, αναπόφευκτα ιστορικά τεκταινόμενα που ερμηνεύουν
τις ανθρώπινες τραγωδίες.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο Μοντάλε ήταν
πάντοτε προσεκτικός με τα ιστορικά βιώματα, τα οποία εντούτοις σκιαγραφεί και
προσδιορίζει υπό το πρίσμα μιας απόλυτης αρνητικότητας, σύμφωνα με όσα
καταδείξαμε, που όμως είναι κάτι παραπάνω από αληθινή και ρεαλιστικά
πλαισιωμένη, σχεδόν υπερ-ιστορική, μιας αρνητικότητας δηλαδή που ανακλά, πέρα
από χρονικές συγκυρίες, το κακό ως αυτοσκοπό, χωρίς αρχή και τέλος, ένα κακό
σιωπηρά οικείο στον άνθρωπο και τις «επιπτώσεις» της ανθρώπινης δράσης.
Έτσι, η ποίηση του Μοντάλε στοχεύει πάντα στην
αναζήτηση και την κατοχή ενός μετεμπειρικού μέτρου που να καταργεί κατά κάποιο τρόπο
την ιστορία και να αποδεσμεύεται από τα σπαρακτικά της καθήκοντα: εν ολίγοις,
πρόκειται για την αγωνία της απόδρασης από την ιστορία, της απόρριψης της
ιστορίας που, σε τελική ανάλυση, καταλήγει, παρ’ όλα αυτά, σε μια ατέρμονη
αλληλουχία μαζί της, την οποία αδυνατεί να εξαλείψει, σε «μια συνεχή αναμέτρηση
με την ιστορία» (Μανακόρντα).
Η πορεία από τα Κόκαλα Σουπιάς μέχρι τις Ευκαιρίες
και την Μπόρα εκτυλίσσεται με
αξιοθαύμαστη συνέχεια ως προς την ωριμότητα των εκφραστικών μέσων και της
θεματολογίας, με αποτέλεσμα την πλήρη ενότητα των διαφόρων ποιητικών μορφών σε
συνάρτηση με το αντίστοιχο εννοιολογικό περιεχόμενο.
Σε αυτή τη θεμελιώδη συνέχεια και
ενότητα, ο Π. Μπιγκοντζάρι εντόπισε τρεις ξεχωριστούς «χρόνους», οι οποίοι
αντιστοιχούν στα τρία πιο σημαντικά ποιητικά έργα του Μοντάλε:
Ένας «χρόνος ουδέτερος» στα Κόκαλα (που αντηχεί και στα Mottetti),
όπου «η ποίηση να μείνει στάσιμη στο κατώφλι μιας απτής ιστορίας, στην πόρτα
της οποίας χτυπάει με απελπισμένη επιμονή».Ένας «χρόνος μεικτός» στις Ευκαιρίες, μιας ποιητικής με τονισμένο το αίσθημα της κενότητας, που παρ’ όλα αυτά απηχεί μακρινά χαρακτηριστικά της ποίησης του Πάσκολι· μια καινούρια συναισθηματική ώθηση αναδύεται και οικεία πράγματα και πρόσωπα κάνουν την εμφάνισή τους σε μια χοάνη αναμνήσεων, στη διάρκεια μιας οδυνηρής διαδοχής «ευκαιριών» να αποκαλυφθούν σε μια εμπειρία ζωής «ολικής, τα όρια της οποίας ξεπερνούν τα σύνορα των γήινων σημείων» (Μανακόρντα).
Και, τέλος, ένας «χρόνος ενεργός» στην Μπόρα, με την καταβύθιση στην τραγωδία της ιστορίας ή/και στην ιστορία της τραγωδίας. Το πρώτο τμήμα αποτελούμενο από τα ποιήματα του Φινιστέρε έχει συντεθεί στα κρίσιμα χρόνια 1940-1943: ιστορική περίοδος συλλογικής και ατομικής εκμηδένισης των Ιταλών, και του ανθρώπου γενικότερα, ο οποίος λειτούργησε ως θύμα και θύτης· μια περίοδος που αναγκάζει τον ίδιο τον ποιητή να πάρει άμεσα μέρος στην οδύνη και τον ωθεί στην παρηγορητική επιστροφή του στην οικεία γη της Λιγουρίας και, πέρα από αυτήν, στην αρχή μιας μη αναστρέψιμης πλέον «συντροφιάς με το θάνατο».
Ο Κοντίνι από την άλλη, στη λεπτομερή έρευνά
του για την ποιητική πρακτική του Μοντάλε στο διάστημα που μεσολαβεί από τα Κόκαλα Σουπιάς μέχρι την Μπόρα, διακρίνει στα Κόκαλα «περιγραφική» και μια
«καταφατική» μια φάση.
Στο σημείο αυτό φτάνουμε πραγματικά στο
αποκορύφωμα της ποίησης του Μοντάλε: η συζήτηση με τους νεκρούς, τα λείψανα
μιας περιόδου κατά την οποία έζησε ο άνθρωπος στη γη και κατέληξε σε εφιάλτη, η
θέαση της γυναίκας ως τόπος ελευθερίας και ίσως σωτηρίας, η απογοήτευση για τον
καινούριο κόσμο που αναδύεται από τις ψευδαισθήσεις του πολέμου και προκαλεί
περαιτέρω κρίσεις αξιών και ελπίδων.
Όλα αυτά συνθέτουν το πλαίσιο που
περιβάλλει την «ανθρώπινη κατάσταση», και είναι ο ίδιος ο Μοντάλε που
επιβεβαιώνει ότι «το θέμα της ποίησής μου (όπως εν δυνάμει και της κάθε
ποίησης, πιστεύω) είναι αυτή καθαυτή η ανθρώπινη κατάσταση και όχι το τάδε ή το
δείνα ιστορικό γεγονός» (Confessioni
di
Scrittori. Intervista
con
Se
Stessi, ERI,
Torino , 1951).
Μέσα σε αυτή την κατάσταση ενυπάρχει και
το υπαρξιακό πρόβλημα. Για τον ποιητή είναι αδιανόητο ότι «ο άνθρωπος μπορεί να
έχει έναν αυτοσκοπό». Αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι η ύπαρξη απέχει μακράν
από το να θεωρείται βεβαιότητα, και ο Μοντάλε μπορεί μάλιστα, ακολουθώντας αυτό
το αξίωμα, όσο παράλογο και αν ακούγεται, να συμφωνήσει με το παράδοξο: «Δεν
είμαι καν σίγουρος ότι ο κόσμος υπάρχει, ότι η ύλη υπάρχει, ότι εγώ υπάρχω. Δε
θα με εξέπληττε καθόλου αν κάποιος μου αποδείκνυε ότι δεν υπάρχει τίποτα» (Il mestiere
di
Poeta, Lerici, Milano,
1965).
Αντίθετα, δεν είναι της ίδιας άποψης ο
Κοντίνι (Montale
e “La
Bufera ”, in Letteratura, IV, n. 24), ο οποίος, μιλώντας για τα Κόκαλα Σουπιάς, μια συλλογή πραγματικά
και ποικιλοτρόπως σταθμό στην ιταλική ποίηση του εικοστού αιώνα, θεωρεί ότι
«περισσότερο από το να καλλιεργούν ένα αίσθημα μη-ύπαρξης, διαιωνίζουν ένα
μη-αίσθημα… Η πραγματικότητα παραμένει απόλυτα ξένη προς τα ενδιαφέροντα του
ποιητή».
Από την άλλη, στα πλαίσια της ίδιας ανθρώπινης
κατάστασης που, κατά τον Μοντάλε, προϋποθέτει την πνευματική (και αρχέγονη)
ανάγκη της ολοκλήρωσης, της «εκλέπτυνσης» («Ο άνθρωπος, και ειδικότερα ο
καλλιεργημένος άνθρωπος, έχει εγγενή την ανάγκη της ηθικής τελειοποίησης», ό.π.
Il mestiere…)
πρέπει να τοποθετηθεί και να εννοηθεί και η συνειδητοποίηση της ατομικής
ποιητικής «διαφορετικότητας» κατά την ευγενή αυτο-απομόνωση που επιβάλλει η
αυτενέργεια μπροστά στην ιστορική ευθύνη προς την οποία, έχοντας κανείς
επίγνωση της σημασίας της, προβάλλει σαν υπερήφανος εγγυητής του ίδιου του του
εαυτού.
Αυτό σημαίνει επίσης αυτοκαθορισμός, που τελικά
συνοψίζεται με αποφασιστικότητα στα χαρακτηριστικά της φιλοσοφικο-θρησκευτικής
κλίσης του, ένα είδος αρνητικής θεολογίας στην οποία περίοπτη θέση καταλαμβάνει
«ο ανθρώπινος χρόνος, ο ανθρώπινος χώρος» (Βαρέζε), το ακριβώς αντίθετο δηλαδή
κάθε τελεολογικού ενδεχόμενου, με όλες τις ορθολογικές ή δογματικές συνιστώσες
του.
6.Επομένως, το θρησκευτικό αίσθημα στον Μοντάλε αποτελεί μέρος της
«αρνητικότητας», είναι δηλαδή ένας ιδιαίτερος στοχασμός και ιδέα για το «ιερό»,
τα παρακλάδια της οποίας εκτείνονται σ’ έναν πανθεϊστικό νατουραλισμό που
προφανώς δεν έχει τίποτα να χωρίσει με το χριστιανικό ιδεαλισμό. Αυθόρμητα
λοιπόν αναφωνεί: «Δεν είμαι παρά η σπίθα ενός θύρσου. Το ξέρω καλά: να κάψω
αυτό, και όχι κάτι άλλο, είναι το νόημά μου».
Άλλωστε, από αυτή ακριβώς τη «θρησκευτική
ιδιοσυγκρασία» πηγάζει και απορρέει η τάση του Μοντάλε για μια ποίηση που
εκλαμβάνεται ως ψυχολογική εξομολόγηση κατεξοχήν ιδιωτικού και προσωπικού
χαρακτήρα, ακόμα και με προθέσεις συγγενείς προς τον άνθρωπο και την οικουμενική
συνείδηση.
Υπό αυτή την έννοια και σε τελική ανάλυση, όσον
αφορά την αναπόφευκτη υπεροχή του ανθρώπου απέναντι σε κάθε κλίση προς την
πίστη, στον Μοντάλε ξεχωρίζει η συνείδηση και το αίσθημα μιας «ανθρώπινης
θρησκείας», ως μια ευεργετική πνευματική διάσταση αλληλεγγύης πάνω από την
κοινή ανθρώπινη μοίρα, μια μοίρα στην οποία ο άνθρωπος είναι πάντα μόνος του
απέναντι σ’ έναν κόσμο τραγικά αποκαρδιωτικό.
Όλη η ποιητική δημιουργία του Μοντάλε διατηρεί
στενή σχέση με την πραγματικότητα που όμως ξέρει ότι δεν μπορεί να γνωρίζει,
γι’ αυτό και στον «παράγοντα» ποίηση επιφυλάσσεται το χρέος και, γιατί όχι, το
βάρος να αποτελέσει τον οριστικό και τελικό λόγο για την προοδευτική συνέχιση
της ίδιας της πραγματικότητας.
Έτσι, η ποίηση γίνεται μαρτυρία, «τεκμήριο
ζωής» (Σαλινάρι) και, μέσω αυτής, τοποθετείται κάτω από άπλετο φως, και εν
μέρει γίνεται κατανοητός, ο κόσμος τού προοπτικά πεσιμιστή ανθρώπου, ένας
κόσμος υπό διάλυση, τον οποίο όμως δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αγνοήσουμε
εφόσον νιώθουμε διαρκή την ανάγκη και επιθυμούμε να κατανοήσουμε την
παραιτημένη, ανελεύθερη φωνή του.
Την τάση αυτή (και ίσως επιδίωξη) που απαντά
στην ποίηση του Μοντάλε ερμήνευσε ο Ροζάριο Ασούντο («Για μια Θεωρία της
Ποίησης του Μοντάλε» στο Omaggio
a
Montale, σε επιμέλεια του Silvio Ramat, Mondadori, Milano,
1966), χαρακτηρίζοντάς την ως «μια θεωρία που αντιλαμβάνεται την ποιητική
λειτουργία όχι ως μίμηση αλλά ως μεταλλαγή του πραγματικού. Σαν υποκατάσταση,
ας πούμε, της δεδομένης πραγματικότητας (εφήμερης και φαινομενικής) με μια νέα
πραγματικότητα, στην οποία οι λέξεις της ποίησης συλλαμβάνουν και αποκαλύπτουν
το μη εφήμερο και το μη φαινομενικό που κρύβεται στα στοιχεία της καθημερινής
εμπειρίας». Να, λοιπόν, που για τον Μοντάλε η ποίηση δεν είναι παρά ένα ιδανικό
καταφύγιο και μια ιδανική αποκάλυψη των βιωμάτων.
7.
Το ποιητικό έργο του Μοντάλε δεν είναι βέβαια τεράστιο, κάθε άλλο, είναι όμως
ιδιαίτερα συμπυκνωμένο και πρισματικά πολυμορφικό –μια πολυμορφία της οποίας η
θεματική, στο βασικό και πιο καθοριστικό μέρος της παραγωγής αυτής, απηχεί τα
διαφορετικά στάδια έκφρασης του ποιητή: δηλαδή όχι μόνο την περίοδο του
Μεσοπόλεμου (1922-1939), κατά τη διάρκεια της οποίας πάρα πολλά γεγονότα, στην
Ιταλία αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, οδήγησαν τους λαούς σε παράλογες, αλλοτριωτικές
ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές, αλλά και τη
μεταπολεμική περίοδο, που για αρκετό καιρό επηρεάστηκε από αναζωπυρώσεις
αντιστασιακών δράσεων και από χαίνουσες σωματικές και ιδεολογικές πληγές.
Η ποιητική πολυπλοκότητα που απορρέει από μια
τέτοια διανοητική και πνευματική ατμόσφαιρα καθιστά την ποίηση του Μοντάλε
υποδειγματική, θέτοντας ως απαράβατο όρο την επιτακτική πολύπλευρη μελέτη των
διαφόρων αξόνων της ποίησής του.
Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός του Μοντάλε ως
«πρωταγωνιστή της λογοτεχνικής και ηθικο-πολιτικής (ιταλικής) ιστορίας» στο
δοκίμιο του Βάλτερ Μπίνι (Omaggio
a
Montale, Mondadori, Milano,
1966) αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από εύλογος.
Στα πλαίσιο αυτό, το πεδίο επιρροής του «λόγου»
του Μοντάλε εμφανίζεται πολυσχιδές και πολυμορφικό, ακόμα και στην περιορισμένη
παραγωγή του (γεγονός που μαρτυρεί έναν εξαιρετικό εννοιολογικό πλούτο), έτσι
ώστε, κλείνοντας, θα τολμούσαμε να προτείνουμε έναν όρο ικανό να εκφράζει την
προοπτική, το ενδιαφέρον και την επιρροή που άσκησε η ποίηση και, ειδικότερα, η
«ποιητική λογική» του Μοντάλε τόσο στους σύγχρονούς του δημιουργούς όσο και,
κυρίως, στους μεταγενέστερους (και είναι πολλοί), μέχρι τα τέλη σχεδόν του 20ού
αιώνα: εννοώ τον όρο «μονταλισμός», ο οποίος πιστεύω ότι εκφράζει με τον
καλύτερο τρόπο την αναπαραγωγή μέσα στο χρόνο, με μεγαλύτερη ή μικρότερη
προσέγγιση και ενσωμάτωση, της ποιητικής διάστασης και των χαρακτηριστικών του
Μοντάλε ως επιγονικής κληρονομιάς των ποιητικών αντιλήψεων που εμφανίστηκαν
μετά από αυτόν στα ιταλικά γράμματα.
___________
Η
εισαγωγή του ιταλοέλληνα κριτικού και μεταφραστή Crescenzio Sangiglio γράφτηκε ειδικά για την έκδοση αυτή. Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο Ανθολογία Ιταλικής Ποίησης, εκδόσεις οδός Πανός, μετάφραση Σωτήρης Παστάκας, Γιάννης Η.Παππάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου