Rosita Copioli
ΕΛΕΝΗ
Ποιητικό
δράμα
Μετάφραση
Ρίκα Μητρέλη
ΣΚΗΝΗ Ι
Είμαι η Ελένη. Βγαίνω από το θέατρο για να σας
φανερώσω
τα λιγοστά όνειρα μου.
Αν αυτές οι σελίδες δεν μπορέσουν
να φιλοξενήσουν
ολόκληρο το δράμα ,
θα μπαινοβγαίνω σ’ αυτό
όπως στο κατώφλι του σπιτιού.
Είμαι στο σπίτι τώρα κι αναζητώ
μια μουσική
που δεν έρχεται. Παρατηρώ μέσ’
τον καθρέφτη
το πρόσωπο της μάνας
μου.
Ποτέ δεν είχα δει πόσο πολύ της μοιάζω.
«Μητέρα
υπέμεινες την προσβολή να ζήσεις
μέσα σε μια σκληρή οικογένεια.
Αγέρωχη εσύ, σε ρήμαξε ο πόνος,
να τιμωρήσεις ήθελες τον εαυτό σου, εμένα μέσα
από σένα,
αφήνοντας μου την κληρονομιά στο
αίμα.
Γι αυτό η μουσική είναι ατελής».
Και περιμένω κάτι να συμβεί.
Ενώ η διαμάχη μιας αστικής
κωμωδίας
φουντώνει, τα πρόσωπα υψώνουν τη
φωνή
με τα στερεότυπα ενός τραγουδιού
που επαναλαμβάνεται πολλές φορές.
«Για σένα όλα είναι στο
ξεπούλημα.»
«Πάψε, είσαι η μόνη που κάνεις
ό,τι θες.
Η τυχερή»
«Η φοβερή σου η ζήλια μεγαλώνει
την ερημιά μου γύρω,
λεηλατώντας με»!
«Πατέρα,
μου στέρησες
το δρόμο της επιστροφής.
Μου έλεγες να είμαι ελεύθερη
αλλά σ’ εκείνον, με παρέδωσες.!»
Μέσα, ή έξω απ’ το κλουβί
όλοι είναι ζώα.
Ένας πατέρας, σαν το
τσοπανόσκυλο,
ένας σύζυγος, λύκος ή γεράκι,
μια Ελένη, σκύλα ασθενική
που αρχίζει να ονειρεύεται
την αλλαγή.
Μέσ’ την αυλή της έχει μια
κακότυχη αδελφή,
τις δυστυχίες υπομένει, κι αυτή
την προστατεύει
Το δράμα είναι και των δύο. Μα η
φίλη
δέχεται έναν θάνατο διαφορετικό.
Είναι ένα σπίτι ρημαγμένο
που κανείς δεν το βλέπει.
«Καλή μου φίλη, πιο κουρασμένη
από τις αδελφές, που δεν έχω.
Αγαπημένη μοίρα μου, που
ερωτοτροπείς με το χαμό.
δυστυχισμένη λατρεμένη
συνένοχη μου.
Αδελφή.»
« Θα περιφρουρώ τις σκέψεις σου
αναπολώντας τις δικές μου.
Γιατί τίποτα δεν μου ξαναφέρνει
τη ζωή
που έχασα.
Ελένη, τουλάχιστον εσύ
φώναξε για τον αποχωρισμό σου.»
«Φτάνει πια με τις ενοχές!
Ήμουν η Ελένη της Σπάρτης
στην ακροθαλασσιά,
μετά την πυρκαγιά.
Έβλεπα ένα νησί
μισοβυθισμένο.
Η κόρη μου μ’ ακολουθούσε
‘Μητροκτόνε!’
Άρπαζα τις μεγάλες σμαραγδένιες
καρφίτσες
τις έσπαγα
με τα δόντια.
Το χρυσάφι στην κοιλιά, το
χρυσάφι της ζωής,
ξοδεμένο, κατεστραμμένο!
Έφτανε η μάνα σου. Ευτυχής.
Έπειτα
μεταμορφωνόταν. Λευκό κεφάλι
σε πρόσωπο από έβενο, σαν της
μούμιας.
Μάτια, πολύτιμα πετράδια σε
κρανίο.
Με νύχια αρπακτικού, με γράπωνε,
λέγοντας μου με μίσος:
΄Μαζί θα πεθάνουμε!’»
Σβήνει το πρώτο όνειρο, με την πρώτη αλλαγή.
ΣΚΗΝΗ II
Η Ελένη και ο Πάρις (που μένει
αμέτοχος)
ΕΛΕΝΗ
Ταξίδεψα πάνω σε πορφυρόχρωμα καράβια με χρυσά πανιά, κάνοντας στάση στο
λιμάνι του Γυθείου, στην ταβέρνα με τον Αλέξανδρο- σταθμός ενός μικρού
ταξιδιού, ακριβώς μπροστά από την Σπάρτη- πριν από την καταστροφή στην Τροία.
Τ’ όνομα μου γράφτηκε την ώρα εκείνη που μας μεθούσε το κρασί και χάναμε κι οι
δυο τον έλεγχο μας.
ΠΡΩΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
΄Όταν γράφεις το όνομα της Ελένης σημαίνει ότι δέχεσαι και τις
κακοτυχίες της. Είχες αναρωτηθεί αν ο έκχυτος πόθος σου ήταν επιθυμητός, αν ήθελες ή όχι την καταστροφή, καθώς την έβλεπες
να πλησιάζει. Αλλά συνέχισες να προκαλείς, ν’ ακολουθείς την πιο βαθιά επιθυμία
σου, που φώλιαζε όχι μόνο μέσ’ το κορμί αλλά και στο μυαλό σου, μέσα στην τόλμη
της φυλής σου. Γεννήθηκες απ΄ την απόφαση που πήρε η δύναμη, είσαι κόρη της
δύναμης.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Μα αυτό δεν φέρνει βάρος: της
ομορφιάς της η ελαφράδα δεν εξαπατά, όταν μέσα στη δύναμη θέληση γίνεται. Ένα
τραγούδι είναι η Ελένη προς τον δημιουργό, πέρα από εκείνο που μια ευσεβής ψυχή
μπορεί να περιμένει. Ο αετός του Δία μεταμορφώνεται σε κύκνο και ουρλιάζει σ’
όποιον δεν μπορεί να αισθανθεί την τέλεια ομορφιά εκείνου που γεννιέται και πεθαίνει, φτάνοντας
έως τη θυσία, σαν ένα τίναγμα των νεύρων. Όπως μια ομορφιά πρωτόγονη, να συγκινήσει χίλιους θα
μπορούσε το κορίτσι, αλλά μετά, κι ας ήτανε στην Πάτρα πόρνη, θα διατηρούσε
ανέπαφο το φλογερό τραγούδι.
ΠΡΩΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ίσως κάποια μέρα ν’ ονειρεύτηκες πως είχες διώξει μακριά απ’ το βλέμμα
σου τον πύρινο εφιάλτη, μακριά από σένα εκείνες τις φωτιές κυνηγημένες απ’ τα
μάτια σου, όπου οι φλόγες κατοικούσαν, οι πυρκαγιές, τα ερείπια. Μπορεί και
να έκλαψες, να ήθελες τα μάτια σου να
κλείσεις και να ησυχάσεις. Αλλά να τώρα, που ξαναγύρισες στη θάλασσα σου και
μόλις την αντίκρισες ένοιωσες πως δεν έπρεπε να την αφήσεις, ότι εσύ ήσουν ΄κείνο το ξαναμμένο
κύμα, πιο έντονο απ’ τον ορίζοντα, κόντρα στον ουρανό. Όταν βγήκες απ’ την
καταστρεμμένη πόλη, είχε πεθάνει ο τελευταίος σου έρωτας, και τώρα είσαι εδώ,
να χάνεται το βλέμμα σου στο βάθος του πελάγους.
ΕΛΕΝΗ
Και να επιτέλους, μετά από τόσο χωρισμό, κοντά σου ξαναγύρισα, ξεχωριστέ
καθρέφτη του ουρανού απ’ όπου εγώ γεννήθηκα. Έλεγαν λίγο πριν με τιμωρήσουν θέλοντας να με ταπεινώσουν
περισσότερο: «Φαινόταν στην αρχή η Ελένη πως έφερνε μαζί της ένα χαμόγελο της θάλασσας όταν είναι γαλήνια,
πολύτιμο πετράδι που έλαμπε σεμνή ανάμεσα σε άλλα πολύτιμα πετράδια, σαν μια
γλυκιά πληγή στα μάτια, σαν το μεθυστικό άρωμα ενός έρωτα που ξεσηκώνει.»Έτσι έλεγαν, πως είχα το χαμόγελο
σου θάλασσα, μα το δικό μου ήταν ακόμη πιο πλατύ απ’ το δικό σου: καθρεφτιζόταν
μέσα σου ο ουρανός, κι απ’ τον πατέρα
μου, είχα κληρονομήσει την ομορφιά της αύρας που κι εσένα ξεσηκώνει. Δεν ήταν ο
καθρέφτης σου χρυσός, αλλά της ύπαρξής σου ο καθρέφτης, ο ουρανός, όπου
δεχότανε το πρόσωπό μου.
(Ξαφνικά εμφανίζεται η πρώτη Ερινύα)
ΕΡΙΝΥΑ
Ίσως γι αυτό η μητέρα του τελευταίου σου εραστή είπε στον άντρα σου πως
σ’ έψαχνε για να σ’ εκδικηθεί. « Απόφευγε το βλέμμα που σε τυφλώνει απ’ την
επιθυμία».
ΕΛΕΝΗ
Το πρόσωπο μου κυνηγάει ο ουρανός, κι αυτό με τη σειρά του κυνηγάει τους άνδρες, όπως
ένας χρυσός καθρέφτης, που εκεί μέσα βλέπουνε μονάχα την καρδιά που απ’ τον
έρωτα έχει πεθάνει.
ΕΡΙΝΥΑ
Τιμές σου απέδωσαν, αλλά στο βάθος είσαι
μια αποτυχημένη. Κανένας δεν σ’ αγάπησε γι αυτό που είσαι, παρά μονάχα
για τη μάσκα τη χρυσή που έχεις πάνω στο πρόσωπο σου.
ΕΛΕΝΗ
Πως είμαι όμορφη πολύ, μου είχες πει, για να ’χω τύχη. ΄Όμως ποτέ δεν θα
μπορέσεις, τη λάμψη που πηγάζει από μέσα μου, να σβήσεις με κάποια μοίρα σκοτεινή.
ΕΡΙΝΥΑ
Δεν είσαι αυτόφωτη, και το κορμί σου λάμπει από τη διαφάνεια του
σκοταδιού: όπως η φύση που αποκοιμιέται μέσ’ τον μεγάλο της τον ύπνο, όμως στα
όνειρα της πνεύματα μοχθηρά φιλοξενεί.
Το φως δε βρίσκεται εκεί μέσα..
ΕΛΕΝΗ
Γιατί το κορμί το υποτιμάς; Αφού
κι οι άγιοι για το δικό τους σώμα, δε νοιάζονται λιγότερο. Κι
ενδιαφέρονται γιατί μέσ’ το μυαλό
τους, έχουν μια ιδέα δική τους για την
ενσαρκωμένη ομορφιά, αυτή που να ενσαρκωθεί γυρεύει. Εγώ εκείνη την ιδέα ενστερνίζομαι. Την ιδέα
εκείνου του ορατού σχήματος ή του φανταστικού
που δεν μπορούν πάνω του να μην πέσουνε τα μάτια. Η ύπαρξη μου όλη με
την Παρθένα είναι δεμένη, με τα μάτια, χάρη σ’ αυτά η Παρθένα το κορμί της
γονιμοποιεί. ΄Ένα κορμί της δόξας και της ενοχής όπου η ίδια η ζωή κάνει έναν
πόλεμο αδιάκοπο μέσ’ το βαθύ σκοτάδι και που φιλοδοξεί πάντοτε να νικά, στο φως
να βγαίνει. Όπως σε μια μονομαχία την πηγή της δόξας πρέπει να επιδείξω κι ας
μην το καταφέρω ποτέ να την αγγίξω, θα αποδέχομαι τη μοίρα του ονόματός μου, Ελένη,
που επιτάσσει στο κορμί να λάμπει, να φλογίζεται σα να μην πρόκειται ποτέ του
να πεθάνει. Άλλοτε το βαθύ σκοτάδι υποχωρεί και άλλοτε το φως. Μέσ’ τη ζωή όλα
εναντιώνονται κι όλα συγχέονται. ΄Και ίσως
το πυκνό σκοτάδι να είναι η
μοναδική ουσία που μας κυριαρχεί και μας εξαπατά έτσι που να μη φτάνουμε στο
φως. Γι αυτό ίσως ο έρωτας μου να φαίνεται σε όλους μία μονομαχία στο σκοτάδι.
Τη διαφάνεια παραβιάζει των ορίων όπως ένας κυκλώνας διαπερνά και παρασύρει
τους τοίχους ενός σπιτιού. Τα όρια παραβιάζει γιατί γεννιέται από μια άλλη νόρμα
κι ακολουθεί μια άλλη. Η ελευθερία σου γεννιέται από την ελευθερία και τις
αλυσίδες. Οι αλυσίδες σου γεννιούνται από τις αλυσίδες και την ελευθερία. ΄Ετσι
εγώ είμαι πάντα ελεύθερη και ποτέ δεν είμαι ελεύθερη. Είμαι πάντα αλυσοδεμένη
και ποτέ δεν είμαι αλυσοδεμένη. ΄Έτσι εγώ λυγίζω και ποτέ δεν είμαι λυγισμένη.
Έτσι εγώ είμαι εγώ και ποτέ ο εαυτός μου. Έτσι εγώ ενδίδω στον εαυτό μου
παραβιάζοντας το νόμο και θαμπώνομαι και θαμπώνω σα να παλεύει μέσα μου το φως
με την ακολασία μου για να πετύχει φως
περισσότερο. ΄Έτσι εγώ διαλέγω μια οποιαδήποτε αγάπη, ή δέχομαι να με διαλέξει οποιαδήποτε
αγάπη, μέχρι που να βρεθώ μέσα σ’ ένα
κλουβί, σε μία σφαίρα. Κι όμως το πιο ανυπόφορο, είναι η θλίψη. Αυτή η
ταλάντευση, το πήγαινε έλα μέσα σ΄ ένα
όνειρο, η αγάπη κι όταν φοβάσαι την αγάπη, και πάνω απ΄ όλα αυτός ο τρομερός ο
φόβος της αγάπης, ο φόβος που υπάρχει μέσα στην αγάπη.
ΠΡΩΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ελένη, έχεις μόνο έναν δρόμο επιλογής: το φόβο σου. Και δεν τρομάζεις
μόνο για τους τόπους που θα επιδράσουν πάνω σου μα για τις μεταπτώσεις της ψυχής
σου, μπροστά σε όποιον ποτέ δεν θα μπορέσει το βάθος σου ν’ αγγίξει. Ο ένας
κοντά στον άλλον, που πίνει απ’ το ποτήρι σου, φιλοδοξεί, πιστεύει, προσφέρει
περισσότερα, ή έτσι φαίνεται. Ζεις μέσα
στα κλουβιά, που αφήνεις να σε δελεάσουν και βγαίνεις απ’ αυτά όταν φτάνεις στο
αποκορύφωμα του δράματος. Ο φόβος σου, σε οδηγεί στην έξοδο μέσα από το θάνατο
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Μα ο φόβος δεν γεννήθηκε πριν από μας; Η πρώτη κίνηση της ψυχής δεμένη
απ’ τις αισθήσεις, απ’ τη γη, δεν είναι το σκαμπανέβασμα που φέρνει σκοτοδίνη,
αδυναμία και φόβο;
ΠΡΩΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ε και λοιπόν ποιο είναι το αντίθετο της δύναμης που δίνει σιγουριά; Εσύ
φοβάσαι τη γλυκιά στιγμή της δύναμης εκείνης. Τη δύναμη που παρασύρει στο κακό
την ομορφιά. Όταν το νιώθεις, τίποτα δεν μπορεί να σε ξαναγυρίσει πίσω σ΄ αυτά
που πίστευες ως τώρα. Η δύναμη
πληγώνεται και γίνεται αδυναμία για να επιβεβαιώσει την ακριβή προέλευση της που είναι η Νέμεση. Μα η Νέμεση
υπήρχε πριν από την επιθυμία της δύναμης
να ακυρώσει τον εαυτό της και την ίδια της την ομορφιά για να δεχθεί το
άλλο της πρόσωπο : που είναι η ανυπεράσπιστη αγάπη και μοιάζει ένα όνειρο
ειρήνης..
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Στα πόδια σου έχεις ένα σωρό «ανάξιους» να προκαλέσουν πυρετό. Κανένας
εραστής τίμιος ή απόλυτος. Αλλά εσύ αν και χορεύεις πάνω στα πτώματα τους,
είσαι εσύ αυτά τα πτώματα και ο λυγμός τους, μασκαρεμένος με τη λάμψη της
δόξας. Σιγά-σιγά στο θάνατο οδεύεις.. Κι
επομένως ακολουθείς το φόβο σου.
Φεύγεις. ΄Οχι από το δρόμο της αγάπης αλλά πέρα απ΄ αυτήν.
Μέχρι τώρα η Ελένη καθόταν σχεδόν κατά μέρος, αφηρημένη,. Τώρα
σηκώνεται.
ΕΛΕΝΗ
Γιατί είμαι ακόμη εδώ; Τι με κρατάει κοντά σ’ αυτόν τον άνδρα. Την
Αφροδίτη δεν φοβάμαι μήπως μ’ αρπάξει απ’ τα μαλλιά και μ απειλήσει με θάνατο ή
μ’ εκείνον τον άλλον θάνατο: να μου αφαιρέσει την ομορφιά. Φοβάμαι τον εαυτό
μου. Αυτόν εδώ τον έρωτα φοβάμαι. Τρέμω τον έρωτα, τον έρωτα που το κορμί μου
αναστάτωσε, μέσα μου να πυκνώνεται σαν σύννεφο. Όταν του λέω αντίο και τον
βγάζω από μέσα μου ίσως εγώ η ίδια διαλύομαι σαν σύννεφο. Μ΄ αυτόν τον τρόπο
παίζουν οι θεοί μαζί μου, υπάρχω μόνο για την ευχαρίστηση τους.. Κι όσο τον
Πάρι τον κοιτάζω έτσι καρφωμένη, θα
ήθελα να είμαι μίλια μακριά, να φύγω, να φύγω, να φύγω…
΄Ένα σκληρό φως πέφτει στο βάθος.
ΚΑΣΤΟΡΑΣ
Ναι, φύγε, φύγε, φύγε μακριά Ελένη! ΄Ελα μαζί μας! Θυμήσου την καταγωγή
σου, αδελφή που πάντα μέσα σου
ονειρευόσουνα μόνο την κόρη, την κόρη,
αδελφή!
ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ
Την Νέμεση θυμήσου. Και μέσα σου υπάρχει η Νέμεση που πάνω σε πανύψηλα
νερά πετούσε, και σκεπάστηκε και στάλαξε όπως ένας καινούριος ήλιος, το αυγό του κόκκινου
υάκινθου στο πλάγιο ξέφωτο της θάλασσας
συγκρατημένο από τον χρόνο.
ΚΑΣΤΟΡΑΣ
Πάνω σε τούτη την ακτή, βλέπω τη λευκή ομορφιά του περιστεριού το πιο
φαρδύ φτερό που το μετέφερε, το ζωντανό
φίδι να θολώνει απ’ τη θάλασσα κι απ’ τα
λευκά πούπουλα το σμαράγδι της και δεν ξέρω αν αυτή θα φτάσει ως τον ήλιο, ή θα βασιλέψει στη γη
ή γαντζωμένη από έναν αργό θάνατο, θα
πολεμάει χωρίς ελπίδα.
ΕΛΕΝΗ
Κι εγώ μέσα την αυταπάτη του κόσμου, να με παρασέρνει, διπλασιάζω τις
βεντέτες εναντίων μου, όπως από το φινιστρίνι ενός βαθουλού καθρέφτη αντλώ τα φωτεινά όνειρα μου
και μεμβράνες όχι ασήμαντες, τόσο όμοιες
με την ύλη του φτερού της νύμφης, Νέμεση, μετακινούμενο με έλκηθρο από μια αμμουδιά με βότσαλα, χωρίς η αυγή να μας
αφήνει να ελπίσουμε. Μητέρα του θανάτου. Εσύ που με υπερηφάνεια πολεμάς, χωρίς
ελπίδα και δεν ξέρεις από τραγούδια, ποιος είναι ο ήλιος όπου κατευθύνεται η καρδιά σου;
ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ
Ποτέ δεν θα σαι μόνο η ερωμένη Ελένη, ποτέ της Αφροδίτης μόνο η
δημιουργία. Η Νέμεση υψώνει μέσα σου το σύμβολο του ερμαφρόδιτου, του κόσμου
πριν από τον κόσμο, τότε που η ιδανική ομορφιά ζούσε μέσα στο αυγό του
σύμπαντος, όπως μέσα σ’ έναν μεταξοσκώληκα. Εσύ Ελένη δεν μπορείς παρά να αγαπάς με τρόπο τέλειο και να σε αγαπούν με τρόπο
ατελή.
ΚΑΣΤΟΡΑΣ
Πέφτουν όλοι επάνω σου,
με τις οικογενειακές τους υποθέσεις, σε τρώνε με τα μάτια οι σύζυγοι κι
οι πεθερές, όπως οι στερημένοι ναυτικοί που για την ανταρσία και το βιασμό
είναι έτοιμοι, σε ονειρεύονται όπως οι γέροι που δεν μπορούνε πια να σε αγγίξουν.
Μόνη εσύ ζητάς να σ’ επιλέξουν για να ενσαρκωθεί –σύμφωνα με το νόμο της
μητρότητας, του μέτρου ο νόμος, νόμος της Νέμεσης- εκείνη η στιγμή της τέλειας
συνάντησης του έρωτα που σου αφήνει την
ελευθερία της επιλογής.
ΕΛΕΝΗ
Ναι, αυτό λέω κι εγώ : «Εσύ αν με είχες eπιθυμήσει, αν με είχες αναζητήσει, εσύ είσαι
υπεύθυνος γι αυτή την πράξη : τώρα εγώ είμαι δική σου, γίνε η επιθυμία μας»
Αυτό λέω εγώ και μόνη μου γυρνάω.
ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ
Η Ελένη που είναι πάντα μόνη και
ποτέ δε βρίσκει το κουράγιο της πόρνης παρθένας για όποιον την συναντά. Η Ελένη
που έχει μέσα της την αφθονία της ζωής, τα διαθέτει όλα με την πιο μεγάλη
γενναιοδωρία που είδε ποτέ κανείς. Η
ευγενική Ελένη που δεν κακολογεί τους
άλλους, δεν τους καταγγέλλει ενώ θα έπρεπε, μα υποβάλει σε μαρτύριο τον ίδιο
της τον εαυτό. Η Ελένη που περνάει από την απογοήτευση στο φόβο, από το φόβο
στην εγκατάλειψη, σε έναν τόπο μαρτυρίου που είναι η αλήθεια της αρχέγονης σάρκας, της αμόλυντης
κι αθώας..
ΚΑΣΤΟΡΑΣ
Όλοι σε φοβούνται Ελένη κι εσύ έχεις γίνει τώρα πια μια προδομένη που
δοξάζουν, ο φόβος της ψυχής που ανατέλλει αιώνια μέσα στην ομορφιά της.
ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ
Έλα μαζί μας Ελένη, πάνω στις βάρκες μας, πάνω στ΄ άλογα μας, που
τρέχουν στους φωτεινούς δρόμους του ουρανού. Βλέπεις, λάμπουμε σαν πυρσοί,
ξεχασμένοι απ’ τους ανθρώπους.
ΚΑΣΤΟΡΑΣ
Η μάνα μας σαν γη χαμένη, τ’ αστέρια μπόρεσε να μας χαρίσει μόνο.
ΕΛΕΝΗ
΄Όχι, όχι τ’ αστέρια, αυτόν εδώ το χρόνο μας έδωσε, για τώρα και για πάντα. Η Νέμεση τον
διάλεξε το χρόνο, εγώ είμαι το παρόν, εγώ είμαι ο χρόνος, Νέμεση σε αναζητώ,
ανάμεσα στις επιφάνειες και την άβυσσο απ’ όπου η αγωνία της φλόγας περνάει,
νεκρή γυναίκα, μάνα του θανάτου. Ενός μακρινού παρελθόντος, μητέρα του Οκτώβρη γεννημένη απ’ την πυκνή
ομίχλη, θάλασσα των ορίων, το στόμα σου
δεν είναι ο χώρος του καταστρεμμένου χρόνου μου; Σε πόσα φοβερά ενδύματα εγώ σ’
έχω σκεφτεί. Ω, μα όταν σκέφτομαι, πώς είμαστε σ’ αυτό το ακρωτήρι πάντα μόνες
όπως ετούτη τη στιγμή, και τώρα μόνη όπως
ήσουν εσύ, και σε βλέπω όπως
στέκομαι, τα μάτια σου, ζεστά τα ξαναβλέπω και το κεχριμπάρι μιας μούρας στο
χρώμα του τριαντάφυλλου, ανθεί στα μάγουλα σου άλλοτε γεμάτη αγκάθια κι
άλλοτε γυναίκα σκληρή σαν τη βάτο.
Μητέρα πρωϊνή αναζητώ τα χείλη σου με το νεκρό ιριδισμό, το είδωλο σου στα γυμνά να υψώνεται
νερά, στη φύση που φοβάται ακόμα την παγωνιά της νύχτας. Μητέρα του πρωινού,
μητέρα της σκόνης από γάλα κι από ασήμι, που κάνεις τον ήλιο να γεννηθεί από το βαθούλωμα της νύχτας των κυμάτων, την
ατέλειωτη, κοίταξε με, μαζί σου είμαι στις όχθες αυτού του γυαλιού, όπου
ακολουθώ μια δέσμη από φως, φως σε ακολουθώ.
ΣΚΗΝΗ ΙΙΙ
Το σπίτι είναι κλονισμένο.
Ο χρόνος τρέχει ξέφρενος
«Δεν θα μπορούσες να ΄χεις γράψει πιο ωραία μουσική»
« Αυτή η μουσική είναι μακριά από
τη δική μου».
«Εγώ ξέρω τι είσαι εσύ,
πόσο θα ήθελα να σε κρατήσω,
τη μουσική εκείνη να κρατήσω
εκείνη τη στιγμή.
Εγώ σε σκέφτηκα
Σκέφτηκα και τους δυο μαζί , κι
ας ξέρω
ποτέ δε θα ΄ναι μπορετό.
Ένα φιλί μονάχα να σου δώσω,
την ομορφιά της μουσικής
πάνω στα χείλη σου.»
«Η μουσική μου είναι μακριά
ηχεί ξανά μονάχα μέσα στο μυαλό
μου.»
«Σαν τον πλούτο που ρέει
και νιώθεις κυκλωμένος, φυλακισμένος.
Κύμα βαθύ, πάνω στα χείλη σου.»
«Γιατί διστάζω; Εγώ αυτό ξέρω μονάχα.
πως η καρδιά μου τρέμει, και το
φιλί σου.»
Τώρα που ζει μονάχη, με την κόρη της,
κάτι την φοβίζει ακόμα ;
Δεν ξανακέρδισε το χρόνο τον
χαμένο της;
Τον βρίσκει και τον χάνει,
του χρόνου η μεζούρα πάντα αιωρείται
πάνω από κάτι που υπάρχει
και μας λείπει.
«Σε αγαπώ, μα δεν μπορώ να σε εμπιστευθώ
στο βάθος»
Ο πόθος, η επιθυμία και ο φόβος
είναι αυτά που ανυψώνουν την ψυχή,
δίνουν ζωή στη φαντασία.
Νόμιζες πως σε μένα ποτέ ο φόβος
δεν θα κατοικούσε. Μα οι σκέψεις
ζουν κινούμενες
μέσα στις αντιθέσεις..
Όλες είναι αληθινές..
ω πόσο σε φοβάμαι.
Στις μαχαιριές σου αντιστέκομαι.
Μα εσύ απαντάς πάλι με βία.
Φοβάμαι μη σε χάσω.
Μαθαίνω να ενδίδω.
Μα έχοντας το φόβο πως είμαι ένα τίποτα για σένα
αρχίζω να ασκώ τη δύναμη μου
Τέλος, πιστεύω πως για σένα αξία έχει
η συνήθεια.
Και δεν μπορείς να επιλέξεις,
ούτε μένα, ούτε τη μοίρα σου.
Γι αυτό ψεύδεσαι ασύστολα.
Κι εγώ μισώ αυτή σου την
αδυναμία.
Λυπάμαι που εκείνη είναι σαν εμένα
που τώρα δεν θα συμφωνεί μαζί μου
και η φιλία μας κομμάτια.
Μα έπειτα με τρομάζει
η φλόγα που τρέμει μέσα μας.
Κι έχω ένα φόβο πως η δική σου είναι διαφορετική.
Εδώ συνάντησα τη μοναξιά.
με τα φτερά της να χτυπάνε στο
κενό.
Την κούραση, τον ύπνο.
Και να μέσα στο όνειρο, ξαναγεννιέται ο πόθος.
όπως μετά η ζωή.
Μεγαλώνει, βγάζει πάλι πούπουλα,
πετάει.
Φλέγεται μέσα σε μια εκτυφλωτική λευκότητα.
Φαίνεται αναστατωμένος,
Κι αρχίζει πάλι να φοβάται.
Να υποφέρει πάλι;
Αφού απ’ αυτό έχει ξεφύγει
Είναι ο φόβος- τρόμος
της καινούριας φλόγας
που τα πάντα περιέχει.
«Σε αγαπώ και σε παρατηρώ,
μα δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ σε βάθος
Τον εαυτό μου δεν τον αγαπώ και τον παρατηρώ
Και δεν μπορώ να τον εμπιστευθώ σε βάθος.»
Βγαίνω από το δράμα και κάθομαι ν’ ακούσω,
πώς χάθηκαν οι χτύποι
ετούτης της αγάπης,
μεταλλαγμένη σε μελό.
« Αγαπημένη μου, δεν μπόρεσα,
δεν ήρθα,
και ξέρεις το γιατί,
έγινε μια δολοπλοκία εναντίον
μου.
Αμύνθηκα
Πήγα στην τηλεόραση
ήταν μια αληθινή αυθάδεια,
ανέβηκα στα αστέρια.
Εσύ μπορείς να καταλάβεις
πως να πεθάνεις δεν μπορείς
ούτε και να τραυματιστείς
χωρίς έστω ένα χτύπημα
και μάλιστα εναντίον σου.
Δεν μπόρεσα,
δεν ήρθα,
και ξέρεις το γιατί,
υπήρξε μια δολοπλοκία
εναντίον μου.
Μα τώρα πίστεψέ με
πόσο πολύ υπέφερα.
και πως δεν ήτανε
αυτή η θέληση μου.
Θα ήθελα νομίζεις
αυτό που μας ενώνει
σε μια στιγμή
να τελειώσει μ’ ένα τραύμα;
Μα εγώ σε ήθελα
πόσο σε θέλω
όταν μιλάμε στο τηλέφωνο.
Όταν με το κομπιούτερ μου σου στέλνω
τα φιλιά μου
μέσω modem.»
«Όταν εγώ φλογίζομαι
εκείνος χαλαρώνει.
Εκείνος ναρκισσεύεται
κλεισμένος στον εαυτό του.
Σ’ εκείνο το βασίλειο
κανείς δεν είναι αποδεκτός.
Θέλει να με κρατήσει
μέσ’ στην επιθυμία του
Απ’ τον δικό μου τον περίγυρο
σε μια άλλη φυλακή.
Αυτός που έχει τα πρωτεία
αυτός που με συντρίβει
Σα να πεθαίνω νιώθω
μπροστά σ’ ένα κατώφλι
και η καρδιά μου ματωμένη,
δεν ξέρει να ελπίζει
Θέλει να με κρατήσει.
μέσα στην ευχαρίστηση του.
Δίχτυα λεπτά
μπέρτες από μολύβι
να δίνει και να έχει
ο ίδιος χωρίς ισορροπία
Θέλει να με κρατήσει
στον πόθο τον δικό του.
Εκεί ένα δάχτυλο αφήνω
εκεί το χέρι μου αφήνω,
ο ήρωας που είναι;
Μα φυσικά όχι εδώ.
Θέλει να με κρατήσει
μέσα στην ευχαρίστηση του.»
Βγαίνω απ’ το μελόδραμα.
γιατί το δράμα με προσμένει.
Βλέπω να υποφέρουν η Ελένη και οι άλλοι
Μέσ’ το πεδίο μάχης επιστρέφουν,
της δύναμης οι πρόβες.
Και πέφτει πάλι η νύχτα
με ένα άλλο όνειρο
και μια άλλη αλλαγή..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου