Σελίδες

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ Τίτος Πατρίκιος Ο λυσιμελής πόθος: μεταφορά ή κυριολεξία;





     Εκατόν εννέα ποιήματα γραμμένα σε διάρκεια μεγαλύτερη από μισό αιώνα (από το 1949 έως το 2007), στεγασμένα σε οκτώ ποιητικές συλλογές, ήρθαν να συγκατοικήσουν στον ιδιαίτερα καλαίσθητο τόμο των εκδόσεων «Καστανιώτης & Διάττων», που κοσμεί το ωραιότατο σχέδιο του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Ο Λυσιμελής πόθος του Τίτου Πατρίκιου δηλώνει την καταγωγική του σύσταση με την εναρκτήρια αρχιλόχεια επιγραφή της συλλογής, το μονόστιχο σπάραγμα «αλλά μ' ο λυσιμελής, ω 'ταίρε, δάμναται πόθος». Το κατά πόσο ο λυρικός της αρχαιότητας είναι συμβατός με το ηχόχρωμα της ποιητικής φωνής του Πατρίκιου συνιστά ένα ερώτημα που ανακύπτει αβίαστα κατά την ανάγνωση της συλλογής.
     Διαβάζοντας κανείς συγκεντρωμένα σε έναν τόμο τα ερωτικά ποιήματα ενός από τους σημαντικότερους ποιητές της Γενιάς της ήττας -όπως ονομάστηκε η Α' Μεταπολεμική Γενιά, η πιο παιδεμένη Γενιά του 20ού αιώνα στη χώρα μας1- έχει μια παράξενη αίσθηση: ότι παρατηρεί αποσπασματικά λεπτομέρειες μιας τοιχογραφίας που έχει δει στο παρελθόν και τώρα προσπαθεί να ανασυνθέσει, έχοντας στη διάθεσή μου μόνον τα εκατόν εννιά από τα πεντακόσια σαράντα θραύσματά της. Η αίσθηση αυτή προϋποθέτει την άρρηκτη σύνδεση του ερωτικού με τον πολιτικό. Υποθέτω ότι εξαιτίας αυτής της ώσμωσης, η επιλογή των ερωτικών ποιημάτων από τον ίδιο τον ποιητή και η συστέγασή τους σε έναν τόμο επεφύλαξε σε μένα τουλάχιστον -αλλά νομίζω και σε κάθε αφοσιωμένο αναγνώστη της ποίησης- μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκπληξη: ο ποιητής θεωρεί ερωτικά, ποιήματα που στον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη έχουν καταγραφεί ως πολιτικά ποιήματα (π.χ. το «ΧIII» τμήμα του ποιήματος «Μεγάλο γράμμα», 19, που, με άλλη ευκαιρία, είχα θεωρήσει ως μια σημαίνουσα πολιτική αλληγορία2, τα ποιήματα «Eνα γράμμα», 67, «Πάσχα», 102, κ.ά.)3. Η εκ νέου επίσκεψη της ερωτικής γεωγραφίας του ποιητή, έτσι όπως αυτονομείται στον Λυσιμελή πόθο, οδηγεί τον αναγνώστη στη συνειδητοποίηση ότι η πολιτική ηθική του Πατρίκιου περιλαμβάνει και την ερωτική του ιδιοσυστασία. Η εξέλιξη του ερωτικού του λόγου ακολουθεί την ανέλιξη της ιδεολογίας του και τις εσωτερικές της μετατοπίσεις. Ο ερωτικός του λόγος, όπως και ο πολιτικός, είναι λόγος διερευνητικός και ευθύβολος, λόγος τολμηρός και αντισυμβατικός. Oταν ολοκληρώσει κανείς την ανάγνωση του τόμου έχει έντονη την αίσθηση ότι η ερωτική ποίηση του Πατρίκιου καθρεφτίζεται στην αρχιλόχεια λυρική μεταφορά για να αποκαλύψει, στην πορεία, την οδυνηρή κυριολεξία που υπόκειται στη δική του ποιητική μυθολογία.
     Hδη από τα πρώτα χρόνια του Χωματόδρομου (1954) διακρίνει κανείς μια πολιτική-ερωτική ισοτοπία που συνήθως εκβάλλει σε συναφή ρητορική. Oπως αποτυπώνεται στο ποίημα «Μεγάλο γράμμα» του 1952, ο αγώνας για την αλήθεια, αγώνας διαχρονικός και συμπαντικός, προϋποθέτει τη στερεοτυπική επίκληση της αγάπης, ως πηγής δύναμης και ελευθερίας:

Αγάπη αγάπη
μόνο η πάχνη του πρώτου άστρου-
άσε να σου μιλήσω.
Αγάπη δεν φοβάμαι πια.
Σ' αγαπώ.
Aσε ν' ακουστεί η φωνή μου
πάνω απ' τις κορφές των δέντρων
πέρα απ' τους οριζόντιους καπνούς των πλοίων.


    («Mεγάλο γράμμα», ΧVII, 25)

Στα χρόνια της αθωότητας, έτσι όπως ορίζονται στον Χωματόδρομο, ο ερωτικός λόγος γίνεται ο ασφαλέστερος ίσως τρόπος αυτοπροσδιορισμού του υποκειμένου, καθώς διαπλέκεται με βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης εμπειρίας και συνείδησης, κάποτε ιδιαίτερα οδυνηρός: Oπου μ' άγγιζες πονούσα/ Oπου δεν μ' άγγιζες πονούσα. («Mεγάλο γράμμα», VI, 18) Και αλλού: Ξεριζώνω τις λέξεις μία-μία/ απ' το λαρύγγι μου/ Αν στάζουν αίμα/ τύλιξ' τες στο μαντίλι σου («Μονόλογος», 34). Η ερωτική συνάντηση αποτελεί μέρος της συνάντησης όλων των ανθρώπων, που με τη σειρά της συνιστά μέτρο της ανθρωπιάς μας:
Από κανέναν τίποτα να διώξουμε δεν μπορούμε.
Περνάν οι άνθρωποι και μας αφήνουν
 την πρωινή καλήμερα τους
—όλοι οι άνθρωποι—
τη ζέστα του κορμιού τους
 τη σιγουριά για τη δική μας ανθρωπιά.


(«Μεγάλο γράμμα», XV, 23)
Δεν πρόκειται για ερωτικά ποιήματα που τροφοδοτούνται από τους συνήθεις κοινούς τόπους της ερωτικής ποίησης (το ξεχείλισμα του πάθους, την έκρηξη της συναισθηματικής έντασης, την οδύνη της στέρησης, τον καϋμό του χωρισμού), αλλά από την εμβέλεια μιας στάσης ζωής, όπου ο έρωτας γίνεται μετωνυμία του αγώνα για την αναζήτηση της αλήθειας.

Η πολύτροπη ποιητική μυθολογία του Πατρίκιου κάποτε αναπτύσσεται σε πολύστιχα αφηγηματικά ποιήματα ικανά να χωρέσουν τον συγκρατημένο και καλά ισοζυγιασμένο λυρισμό του των πρώτων χρόνων:

Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάληλες επιφάνειες που σώρευσαν
οι καιροί.
Μα έπειτα δεν σου φτάνει.
Eπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ' το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.
[...]
Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δεν γινόταν αλλιώς.
O,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
O,τι μας γέμιζε χτες
ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

(«Μεγάλο γράμμα», VI, 17)
Η αίσθηση του χρέους και ο ερωτικός λόγος πολλές φορές συμπλέουν και διαπλέκονται αξεδιάλυτα, καθώς συνυφαίνονται για να συγκροτήσουν και να οριοθετήσουν την πολιτική συνείδηση του ποιητικού υποκειμένου:
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θά 'πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω,
αν σ' αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ' αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι—
θ’ αναγνωρίσεις τ' άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;


(«Τέλος του καλοκαιριού», VΙ, 49)

Aλλοτε πάλι το αντικείμενο της αγάπης, πραγματικό ή επινοημένο δεν έχει σημασία, αλλά οπωσδήποτε μακρινό και απρόσιτο λόγω της ιστορικής συγκυρίας, είναι το σημείο όπου εστιάζεται και μέσω του οποίου συσπειρώνεται η ποιητική συνείδηση:
Κάθε που ξημερώνει μισώ τη μέρα
που μ' εμποδίζει να σε σκέφτομαι


(«Causa», 35).

Ξεκίνησα να γράψω κάτι μα το ξέχασα.
Δεν υπήρχε τίποτ' άλλο από σένα.

(«Πρόφαση», 36)

Κάθε που θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου
λιγοστεύω τις φορές που σε κοιτάω.

(«Ποινή», 37)

Λόγος λιτός και απέριττος απ' όπου έχει εξοριστεί το επίθετο και όπου κυριαρχεί το ρήμα, οριακή πύκνωση και οικονομία, κάποτε δημιουργούν ολιγόστιχα υποβλητικά ποιήματα που λειτουργούν με τρόπο ακαριαίο.
Στα χρόνια της εξορίας και της περιπλάνησης, η θύμηση του έρωτα γίνεται ζωογόνος άξονας γύρω από τον οποίο τυλίγεται σχεδόν με απόγνωση η σκέψη:
Κι ό,τι μ' απόμεινε απ' το πέρασμά σου
σιγά-σιγά ο χρόνος το λειαίνει
σαν ένα βότσαλο της ποταμιάς.
Μονάχα πια για τ' όνομά σου είμαι σίγουρος.
Κι όλο το λέω, το ξαναλέω μπρος στη θάλασσα
μήπως και κάποια νύχτα,
όταν μας πνίγουνε τα σύρματα κι η πέτρα,
το χρειαστώ σα λέξη σωτηρίας
κι ανακαλύψω αιφνίδια πως κι αυτό έχει σβήσει.

(«Συλλαβές», 43)

Μέσα στη δίνη του χρόνου οι εφήμερες ερωτικές σχέσεις, όστρακα νεκρά και πετρωμένα, γίνονται αφορμή για διερεύνηση της σύστασης του ανθρώπινου όντος. Δίχως να φιλοσοφεί, η ποίηση του Πατρίκιου στοχάζεται πάνω σε βασικά ζητήματα της ανθρώπινης υπόστασης, εκκινώντας από τη φυσιολογία του έρωτα, συχνά μέσα από τη δέουσα ειρωνική αποστασιοποίηση:
Η σάρκα μου
πάντα πονάει στα χτυπήματα
πάντοτε χαίρεται στα χάδια.
Ακόμα τίποτα δεν έμαθε.


(«Η σάρκα», 55)
Ο ερωτικός λόγος που δεν διατυπώθηκε στην ώρα της γένεσής του, γιατί το χαλάζι έπεφτε στις στέγες,/ σαν τ' άρβυλα των νεοσύλλεκτων που τρέχουν για τη σύνταξη (56), αποθηκεύεται σαν «πληγή» στη συνείδηση του ποιητικού υποκειμένου και αναδύεται μέσω της μνήμης για να μεταστοιχειωθεί σε ποιητική γραφή. Μέσα στο αδιέξοδο παρόν, ο έρωτας αποτελεί τη μόνη στιγμή παραμυθίας, αλλά δεν αρκεί, λόγω της εφήμερης ύπαρξής του, να υπερισχύσει του κακού. Πίσω από το «φταίξιμο» που επίμονα επανέρχεται ηχεί το σεφερικό πανάρχαιο δράμα:
Μια βέβαιη λύση η σάρκα
ένας εκβιασμός συγχώρεσης
για το φταίξιμο που δεν σώνεται
το φταίξιμο που θα ξανάρθει.
Κάτω από τα σκοτεινά αγκαλιάσματα
η άβυσσος των καθημερινών πραγμάτων.


(«Το φταίξιμο», 62)

Η ποιητική γλώσσα του Πατρίκιου αυτής της περιόδου, της «μέσης δραματικής», όπως εύστοχα έχει ονομαστεί4, ακόμη κι όταν αγκαλιάζει ακραιφνώς ερωτικά θέματα, συνήθως αναπνέει μέσα στο κλίμα της οδύνης που αναδύεται από τα κατεξοχήν πολιτικά του ποιήματα. Συχνά, οι παρομοιώσεις του, απογυμνωμένες από κάθε ίχνος λυρισμού, συνιστούν ένα δραστικό μείγμα ορθολογικότητας και γκροτέσκου ή μαύρου χιούμορ, όπου ό,τι υπερτερεί είναι η αίσθηση της διάλυσης, μετατρέποντας την αρχιλόχεια μεταφορά περί «λυσιμελούς πόθου» σε κυριολεξία:

Τα μάτια σου ανοίγαν τα πλευρά μου
όπως ένας σουγιάς ανοίγει μια παλιά κονσέρβα
και χύνεται το σαπισμένο υλικό της.


(«Ο σουγιάς», 63)

Σπάνια ο ερωτικός λόγος αυτής της περιόδου αφορά την ερωτική πράξη και τότε ενδύεται (και διεκδικεί συγχρόνως) μια ρητορική υψηλότερη, συμβατή με την αισθησιακή και ψυχική ανάταση που αναδύεται από την αυθεντικότητα του βιώματος:
Eσπαγα το κορμί σου σα ζαχαροκάλαμο
σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση
ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό.
Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια
με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου
την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας
και με ταξίδευες όλο τον δρόμο από το αγρίμι ως τον άνθρωπο.


(«Ταξίδι», 65)

    Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η ρητορική του Πατρίκιου και εξόχως τολμηρή -αν συνυπολογίσουμε τα ιστορικά συμφραζόμενα- κινείται από τον λυρισμό στην ειρωνεία, από τον ρεαλισμό στην υψηλή γλώσσα, από τη μεταφορά στην κυριολεξία, αυξομειώνοντας τη θερμοκρασία του εκάστοτε ποιήματος (και άρα του αναγνώστη).
    Oσον αφορά τη φάση της ωριμότητας που ορίζεται από τον αγώνα της επανένταξης και της συμφιλίωσης με τη νέα πραγματικότητα, ό,τι υπερτερεί είναι η συνειδητοποίηση ότι ο έρωτας (όπως ίσως και η πολιτική - στις καλές της στιγμές) είναι ένας αναπόφευκτος κύκλος διεκδίκησης, θριάμβου και πτώσης («Οι έρωτες», 118). Το ποιητικό υποκείμενο, ακολουθώντας τις εξωτερικές και εσωτερικές περιπλανήσεις του ποιητή συνειδητοποιεί την αναπόδραστη διαδικασία (βλ. π.χ. τα ποιήματα «Πολιορκημένος χρόνος», 87, «Βίλλα του Αδριανού», 89, «Σταθμός του βορρά», 93). Τελική  μεταμόρφωση της ερωτικής υπόστασής του αποτελεί το οδυνηρό αλλά δημοφιλές στην ποίηση όλων των τόπων και εποχών ζεύγος του έρωτα και του θανάτου. Oπως με το τέλος της κάθε μέρας ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο έτσι και ένα κομμάτι του κορμιού μετατρέπεται σε θάνατο, αποφαίνεται με νηφαλιότητα και ήρεμη γνώση ο ποιητής («Μεταμορφώσεις», 71). O,τι υπερισχύει τελεσίδικα είναι ο λυσιμελής πόθος, ως κυριολεξία, αφού ίσως από το σώμα/ εκείνο που περισσότερο ξεχνιέται/ να είναι η ηδονή («Αντοχή της μνήμης», 110). Κέρδος αναμφισβήτητο αυτού του μάλλον αναπόδραστου κύκλου ενδεχομένως να είναι ο επαναπροσδιορισμός της ταυτότητας που μπορεί να δοκιμάστηκε στην ακούσια ή εκούσια εξορία, αλλά δεν έχασε το λυσιτελές για την ύπαρξη έρμα της.
    Eνα ποίημα που δείχνει ευκρινώς πώς η ενδοσκόπηση του ποιητικού υποκειμένου γίνεται μέσα από έναν λόγο ερωτικό και συγχρόνως πολιτικό είναι το πεντάπτυχο, αρθρωτό ποίημα με τίτλο «Γυναίκα» (97-101). Το ποιητικό εγώ σε μια αποστροφή του προς την αρχετυπική ερωτική σύντροφο, εξισώνει τον έρωτα με την επανανακάλυψη της γης του, της πατρίδας του, της πόλης του, της γλώσσας του. Η ισοτοπία έρωτας-πολιτική που, όπως είδαμε, άρχισε να διαμορφώνεται από την πρώτη φάση της ποίησής του, επανέρχεται στην ώριμη περίοδο, έχοντας αποβάλει τη λυρική της σκευή. Eτσι, η αντίληψή του για τη δημοκρατία, αδιαχώριστη από την αντίληψή του για τον έρωτα συναντά μια καλά κρυμμένη, πίσω από την ευρωστία της πολιτικής του σκέψης, διάσταση του ύφους του: την ειρωνική του ματιά: Η πιο δημοκρατική στιγμή/ είναι του αμοιβαίου οργασμού. («Eρωτας και πολιτική, 1», 108) Και: Η πιο δημοκρατική στιγμή/ είναι του αμοιβαίου/ ελάχιστα ετεροχρονισμένου/ οργασμού («Eρωτας και πολιτική, 2», 109). Αυτά έως την περίοδο που συστηματοποιείται εκφραστικά με την Αντίσταση των γεγονότων (2000), όπου κυριαρχεί η προσπάθεια ανάκαμψης ενός φαινομενικά κατασταλαγμένου ποιητικού εγώ που αγωνιά να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τους άλλους και με το παρελθόν του.
Στην τελευταία του ποιητική συλλογή με τον πολύσημο τίτλο Η Νέα χάραξη (2007) το ποιητικό υποκείμενο ακόμη πιο θυμόσοφο και στοχαστικό απ' ότι στο παρελθόν, αλλά με την ίδια εγρήγορση, αναπολεί, παρατηρεί, σχολιάζει, με χιούμορ και ψυχραιμία. Με λόγο στιλπνό και διαυγή, με οριακή τις περισσότερες φορές οικονομία, ο ποιητής έχει πια συμφιλιωθεί όχι μόνον με το παρόν αλλά και με το μέλλον. Η νέα εσωτερική πορεία που οδηγεί στην ανασύσταση του κόσμου του περιλαμβάνει και τον έρωτα, δύναμη ζωοποιό και πάντα ανεξιχνίαστη, ο οποίος τροφοδοτεί άλλοτε τη φιλοσοφική διερεύνηση, άλλοτε το θυμοσοφικό στοχασμό, ισοσταθμίζοντας την ποιητική διάθεση ανάμεσα στον λυρισμό και την ειρωνεία:
Aραγε πώς γεννιέται
από ένα τίποτα η επιθυμία;
Πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
ο έρωτας πώς αλλάζει
σε μακρινή ανάμνηση;
Aραγε πώς μπορεί
η ανάμνηση να σβήνει
μες στο τίποτα;


(«Κυκλικό», ΝΧ, 47)


Και αλλού:

Την ποίηση όπως τις γυναίκες
μόνο με την απειλή της εγκατάλειψης
την αγαπάμε.


    (Eρωτες», ΝΧ, 60)

Ενδεχομένως, η ερωτική ποίηση, που από τα χρόνια της Σαπφούς έως σήμερα καλά κρατεί να είναι σήμερα η πιο «επικίνδυνη» εκδοχή ποίησης, γιατί, αν και έχει πολλά πρόσωπα, δύσκολα μπορεί να αποφύγει την κοινοτοπία, παλινδομώντας ανάμεσα στο συναίσθημα, στον αισθησιασμό και στη φιλοσοφικού τύπου διερεύνηση. Ωστόσο, τα ερωτικά ποιήματα του Πατρίκιου, που αποτελούν το ένα πέμπτο του ποιητικού του έργου, είναι εξίσου εύρωστα με τα πολιτικά του ποιήματα και εύλογα μας οδηγούν να θεωρήσουμε τον ποιητή έναν -όχι μόνον, όπως έχει ήδη επισημανθεί, από τους πιο στρατευμένους και, παράλληλα, αισιόδοξους- αλλά και από τους πιο ερωτικούς ποιητές της γενιάς του. Είτε στοχάζεται πάνω στην αυτοτέλεια του σώματος (112), και την ερωτική επικοινωνία εντός και εκτός της ηδονής (110, 113), είτε ανατέμνει την εφήμερη ή πολυήμερη ερωτική εμπειρία (91, 117), είτε καταθέτει τη θαρραλέα άποψή του για την έμφυλη ετερότητα (84, 128), ο Πατρίκιος πετυχαίνει να διατηρεί ακμαίο ένα βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής του, τη δυνατότητά του να ανανεώνει την οπτική του και να μην καθηλώνεται στους ερωτικούς τόπους, τους οποίους συχνά επισκέπτεται.

Δημοσιεύθηκε στο www. poema.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου