http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2012/03/blog-post_9355.html
https://www.youtube.com/watch?v=cPU1eVlNO54
Σ’ ΕΝΑ ΜΠΑΡ ΣΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
Στον Γιώργο Μύαρη
Σ΄ ένα μπαρ στου Μακρυγιάννη προχθές
μπήκε ένας φουστανελάς με τσακισμένο χέρι.
Ήρθε
και κάθισε μαζί μου να πιει ένα ρακί.
Σε λίγο πιάσαμε το χορό και τραγουδούσαμε
τραγούδια ελληνικά.
Ο Ήλιος
εβασίλεψε Έλληνά μου και το Φεγγάρι εχάθη.
Πίναμε και χορεύαμε όλη
τη νύχτα και
σαν καθίσαμε του λέω:
Πού το τσάκισες αυτό το
χέρι;
- Στους Μύλους τ’
Αναπλιού, μου λέει.
- Γιατί το τσάκισες;
- Γι' αυτήνη την
πατρίδα. Και τώρα
δικαιοσύνη δε βρίσκω από κανέναν. Ματαιοδοξία
και
ιδιοτέλεια δίχτυ πνιγηρό, δόλος
και απάτη.
ώσπου με πήρε το παράπονο κι έκλαψα
κι εγώ.
6 Μαΐου
2008
ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Εκεί
όπου η μοίρα χορεύει με τις αρχαίες πέτρες,
βλέπω
τ’ αγάλματα να στέκουν λυπημένα
μες
στους καπνούς κοιτάνε απορημένα.
Κάπνιζε
ο τόπος λύπη.
Όλα
πεθαίνουν, ακόμη και τ’ αγάλματα.
Βλέπω
ν’ ανατριχιάζουν αρχαίες κολώνες,
να
στάζουν αίμα τ΄ αγάλματα,
γυναικείες
θεότητες, σκιές βασιλιάδων,
αθλητές
και θεατές να τρέχουν αλαφιασμένοι.
Δρυάδες
πεθαίνουν κλαίγοντας
κι
ο ποιητής συλλογισμένος,
κρατάει
στα χέρια του μαρμάρινο κεφάλι.
Κλείσαν
όλοι οι δρόμοι.
Λαθρεπιβάτες
του χρόνου ανήμποροι
Μέτριοι
Δουλοπρεπείς
παίζουμε
στις τσέπες μας
κίβδηλα
νομίσματα.
ΤΗΣ
ΛΥΠΗΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Χαράματα στης λύπης το
ποτάμι,
με τις ιτιές τις άκαρπες
και τις θλιμμένες λεύκες.
Ορθός στην πλώρη ο Χάροντας
και το καράβι πάει.
Σιωπηλές διαβαίνουν οι
σκιές.
Το ποτάμι, το ποτάμι.
Τα νερά του τα ξέρουν όλα
από παλιά.
Λυπηρά ποτάμια κύλησαν
πάνω μας,
κύλησαν και χάθηκαν.
Κάποτε, φτωχή μου ψυχή, θα
’ρθει η ώρα το ποτάμι
να διασχίσεις και συ τις
μεγάλες να διαβείς τις πύλες.
Να ’χεις στο στόμα σου
τον οβολό,
τον γερο-βαρκάρη να
πληρώσεις,
μην τύχει και σ’ αφήσει
μοναχή να τριγυρνάς
στου ποταμού τις όχθες.
ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
ΤΙΠΟΤΑ
Η
Ελλάδα είναι,
ήτανε
ανέκαθεν
και
άρνηση και καταστροφή∙
δοξολογία
του τίποτα.
ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
Πάνω
σε μια μάντρα ξερολιθιάς,
χωρίς
καθόλου χώμα,
καθόλου
νερό,
είχε
ανθίσει ένα λουλούδι πανέμορφο.
Με
τον ήλιο μόνο είχε ανθίσει
με
τον ήλιο μόνο ζούσε.
Ένα
λουλούδι που τα καταφέρνει
αιώνες
τώρα μες την πέτρα.
ΣΤΗΜΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Πόσοι αιώνες χωράνε στις
ώρες ενός παιδιού;
Τότε που τ’ αστέρια
στέκονταν ακίνητα όλη τη νύχτα.
Τότε που τα κουκούτσια
σκάγανε στο φως του φεγγαριού
και η μπάλα ήταν συνέχεια
έξω από το γήπεδο.
Τα παιδικά μας χρόνια
πατρίδα μαζί κι εξορία,
απ’ όπου
δεν μπορεί κανείς να
δραπετεύσει.
Θάλασσα βαθιά, όπου
άλλοτε παίζουμε
και άλλοτε μέσα της
βουλιάζουμε.
Τώρα, σε άδεια γήπεδα
παίζεται η ζωή μας
και στ΄ αποδυτήρια
κερδίζονται πλέον οι αγώνες.
ΣΤΑΥΡΟΒΕΛΟΝΙΑ
Μ’
αρέσει να το σκάνε τα πουλιά.
*
κι η θάλασσα το κορμί μας.
*
Σαν τεντώσεις το λευκό
στο μαύρο θ’ ακουμπήσεις.
*
Φίλα με, Φίλα με
σγουρό καλοκαίρι
Κεντάει ο χρόνος
στο λευκό σεντόνι της ζωής
μαύρα στολίδια.
Καλοκαίρι: ένα μικρό αγόρι
πάνω σ’ ένα φωτεινό ποδήλατο.
απ’ το βρεγμένο παράθυρο.
Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Μην προσπαθήστε να πιάσετε τους
ποιητέςγιατί θα σας το σκάσουν μέσα από τα δάχτυλα.
Alda Merin
Στους ποιητές ταιριάζει η
νύχτα,
όταν ο χρόνος εξορίζεται
και σωπαίνει η φασαρία
της αγοράς.
Στους ποιητές ταιριάζει
το σκοτάδι,
σαν τον γκιώνη ή το
αηδόνι
με τον γλυκύτατο ήχο.
Στους ποιητές ταιριάζει η
θλίψη,
όταν πορεύονται
ολομόναχοι
τα στενά σοκάκια της
μνήμης.
Στους ποιητές ταιριάζουν
τα πουλιά
που πετούν πάνω απ΄
την
απέραντη θάλασσα.
Όμως οι ποιητές, μες στη
σιωπή τους,
ακούγονται περισσότερο
κι από τ’ αστροπελέκια
μιας καταιγίδας.
_____________
Αφορμή είναι το ποίημα της Αlda Merini «Οι ποιητές δουλεύουν μέσα στη νύχτα» από τη συλλογή
Διαθήκη, Εκδόσεις Crocetti, Μιλάνο 1988.
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ
Στη μητέρα μου
Παίρνει να χαράζει
και πίσω απ’ τον πάγκο
της λαϊκής
ένα πουλί στεγνώνει τα
φτερά του.
Δίπλα, κι άλλα πουλιά
αγριεμένα
από την τρομοκρατία της αυγής.
Πάνω στους πάγκους
δροσερός κάμπος σε
παράταξη.
Πίσω απ’ τα κάγκελα ο έφηβος
εγώ
ν’ ακουμπώ με τα δάχτυλατην ανάσα του χρόνου, όπως σ’ όνειρο.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Στον Δημήτρη Βλαχοπάνο
Πάνω στον τσίγκο παίζει η ορχήστρα
των νερών νοτίζοντας τους τοίχους της καρδιάς μας.
φουσκωμένο ποτάμι σε κατεβασιά μνήμης.
Μέσα του έχει αηδόνια και τριζόνια, κοτσύφια, καρδερίνες
βάτα, κεράσια και μελίκοκα, λεμόνια, πορτοκάλια,
αγαπημένα ονόματα, εικόνες, τόπους χωματόδρομους.
βρέχει απουσίες.
Στα παιδικά μου χρόνια βρέχει νερό πετρωμένο της μνήμης.
ΤΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΟΠΙΑ
Μνήμη
Στράτου Στασινού
Όταν ο χρόνος ανταμώνει με την μνήμη
τα βλέμματα κοιτάζουν στο
κενό.
Έχει πατρίδα η ξενιτιά;
Με τη βροχή έρχονται
ξεχασμένα λόγια
ξεθωριασμένα τοπία.
Τότε φουσκώνουν τα μάτια
και νοτίζει ο τόπος.
Πίσω από τα βουνά, σε
φόντο ασπρόμαυρο,
έρχονται οι αδικαίωτοι πρόγονοι.
Κι από τα χαλάσματα σκιές
ανταμώνουν στα σοκάκια.
Ξάφνου παίρνει η μνήμη
χρώμα, μες στο γκρίζο που επιμένει.
Έρχονται τόποι και
άνθρωποι.
Θρήνοι έρχονται και
χαρές.
Έρχεται πάλι η ζωή…η ίδια
να θυμίσει…
____________
Αφορμή
το ντοκιμαντέρ του Στράτου Στασινού Ήπειρος
Σενάριο: Στράτος Στασινός, Βασίλης Νιτσιάκος
Σενάριο: Στράτος Στασινός, Βασίλης Νιτσιάκος
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ
ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
Επέστρεφες στο σπίτι αργά
μέσα στη νύχτα.
Με τα χέρια σου αναμεράς
το σκοτάδι.
Πώς να περάσεις μέσα από
τόσους μπαξέδες λύπης και οδύνης;
Τι θέλεις πάλι εδώ και τι
ψάχνεις;
Σε τι μνήμες θα
σκοντάψεις πάλι;
Φτάνεις στο πέτρινο σπίτι.
Προσπαθείς να μιλήσεις,
αλλά η φωνή πετρωμένη.
Στο ποτάμι, πέρα μακριά, κελαηδούσε
η βροχή.
Μνήμη Μαρίας Πολυδούρη
Ποιο είναι αυτό το
κορίτσι
που γυρίζει κι όλο γυρίζει
με μια κόκκινη ομπρέλα στην
παραλία,
κάτω από το αμείλικτο φως
του φεγγαριού.
Ποιο είναι αυτό το θλιμμένο
κορίτσι
με τη μακριά μαύρη
πλεξούδα
που μελαγχολική και
σκυθρωπή πάει
μοναχή γυρνώντας στους
έρημους δρόμους
Ποιο είναι αυτό το
κορίτσι
με τα μεγάλα εβένινα μάτια
που είχε κλείσει στο
βλέμμα της
ένα αστέρι κι όλο ζητούσε
τον ουρανό
Ποια είναι η απαρηγόρητη σκιά
που τριγυρνάει ακόμη στα
όνειρά μας
θρηνώντας για ένα έρωτα
ανεκπλήρωτο
και οριστικά χαμένο.
ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ
ΜΟΥ
Το μικρό μου κορίτσι με την
κούκλα στο χέρι
και τα μεγάλα φωτεινά μάτια,
ήρθε να με φιλήσει για να
κοιμηθεί.
Με τι μπορώ να την συγκρίνω.
Σίγουρα με την πρωινή αύρα
καλοκαιριού που δροσίζει το
πρόσωπο
με το αφρισμένο άγγιγμα του
αλμυρού κύματος,
με τον γαλάζιο καπνό μικρών
σπιτιών στον κάμπο,
με τα σύννεφα ακόμη τα ελαφριά
σύννεφα
που γενιούνται και διαλύονται
στον ήρεμο ουρανό.
Έτσι θέλω να είναι το κορίτσι μου
ένα ελαφρύ σύννεφο στον ήρεμο ουρανό.
ΤΟ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟ
ΤΙΠΟΤΑ
Τίποτα
είναι το κλάμα του μωρού,
το
ζεστό ψωμί στα χέρια του μετανάστη,
ένα
ποτήρι νερό στα χείλη του διψασμένου∙
είναι
το πρώτο φως της αυγής,
το
σ’ αγαπώ του έφηβου κοριτσιού,
το
σκίρτημα του ζαρκαδιού.
Τίποτα
είναι το δάκρυ στο μάγουλο της μάνας
ο
ήχος της καμπάνας σ’ έρημο ξωκλήσι,
το
λάλημα του πετεινού τα χαράματα∙
είναι
η κάθε μέρα που ανυπόμονη περνάει,
είναι
η ίδια μας η ζωή,
τίποτα
είναι αυτό το ανεκτίμητο τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου