Σελίδες

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ Θα ’ρθει ο θάνατος και θα ’χει τα μάτια σου (Απόσπασμα)





Η γη και ο θάνατος



Kόκκινη γη μαύρη γη,

έρχεσαι από τη θάλασσα

από την άγονη βλάστηση,

όπου υπάρχουν λέξεις αρχαίες

και ματωμένη κούραση

και γεράνια ανάμεσα στα βράχια

δεν ξέρεις πόσο φέρνεις

λέξεις θαλασσινές και κούραση

πλούσια εσύ όπως μια ανάμνηση

σαν την άγονη εξοχή

εσύ σκληρή και γλυκιά

λέξη, αρχαία από το αίμα

σοδειά μέσα στα μάτια ¨

νεαρή, όπως ένας καρπός

που είναι ανάμνηση και εποχή—

η ανάσα σου ξαποσταίνει

κάτω από τον Αυγουστιάτικο ουρανό

οι ελιές του βλέμματος σου

παρηγορούν την θάλασσα

και συ ζεις ξαναζείς

χωρίς να εκπλήσσεις, βέβαιη

όπως η γη, σκοτεινή

όπως η γη λιοτριβείο

εποχών και ονείρων

που στο φεγγάρι αποκαλύπτεται

αρχαιότατο, όπως

τα χέρια της μάνας σου,

η κόγχη του μαγκαλιού.



[27 Οκτωβρίου 1945]









Ακόμα και συ είσαι λόφος

και μονοπάτι στους βράχους

και παιχνίδι μέσα στους καλαμιώνες

και γνωρίζεις το αμπέλι

που τις νύχτες σιωπά

Εσύ δε λες κουβέντες



Υπάρχει μια γη που σωπαίνει

και δεν είναι η γη σου.

Υπάρχει μια σιωπή που διαρκεί

πάνω από τη βλάστηση και τους λόφους

Υπάρχουν νερά και εξοχές.

Είσαι μια κλειστή σιωπή

που δεν υποτάσσεται , είσαι χείλη

και μάτια σκοτεινά. Είσαι το αμπέλι.



Είναι μια γη που περιμένει

και δεν λέει κουβέντα.

Πέρασαν μέρες

κάτω από φλογισμένους ουρανούς.

Εσύ έπαιξες με τα σύννεφα.

Είναι μια γη μοχθηρή

το μέτωπο σου το γνωρίζει .

Ακόμα κι αυτό είναι το αμπέλι.



Θα ξαναβρείς τα σύννεφα

και τον καλαμιώνα και τις φωνές

όπως τον ίσκιο της σελήνης.

Θα ξαναβρείς λόγια

πέρα από τη σύντομη ζωή

και τη νυχτερινή των παιχνιδιών,

πέρα από την φωτισμένη παιδική ηλικία

θά ’ναι γλυκό να σωπαίνεις.

Είσαι η γη και το αμπέλι.

Μια φλογισμένη σιωπή

θα κάψει την εξοχή

όπως οι φωτιές το βράδυ.



   [30-31 Οκτωβρίου 1945 ]













Έχεις πρόσωπο από πελεκητή πέτρα

αίμα από σκληρό χώμα 

έρχεσαι  από τη θάλασσα.

όλα τα αποδέχεσαι ,τα εξερευνάς

και τ’ αποβάλλεις

όπως η θάλασσα. Στην καρδιά

έχεις σιωπή ,πνιγμένα λόγια. Είσαι σκοτεινή.

Για σένα η αυγή είναι σιωπή.



Και είσαι όπως οι φωνές

της γης – ο χτύπος

του κουβά στο πηγάδι

το τραγούδι της φωτιάς,



ο ήχος από το πέσιμο του μήλου΄

οι υπομονετικοί ψίθυροι

στα κατώφλια,

το κλάμα του μωρού-τα πράγματα

που δεν περνάνε ποτέ.

Δεν αλλάζεις. Είσαι σκοτεινή,

είσαι το κλειστό υπόγειο,

με το χωματένιο πάτωμα

όπου κάποτε μπήκε το ξυπόλητο παιδί

και θα το θυμάται πάντα.

Είσαι το σκοτεινό δωμάτιο

που θα θυμόμαστε πάντα,

σαν την αρχαία αυλή

όπου ξεπρόβαλλε η αυγή.

                     

[5 Νοεμβρίου 1945]





Από χώμα και από αρμύρα

είναι το βλέμμα σου. Μια μέρα

στάλαξες θάλασσα.

Είχες φυτά

στο πλευρό σου, ζεστά ,

έχουν ακόμα τη γεύση σου.



Αθάνατος και πικροδάφνη

όλα τα περικλείεις μέσα στα μάτια σου.

Από χώμα και από αρμύρα

έχεις τις φλέβες, την ανάσα σου.



Φύσημα  ζεστού αέρα

ίσκιος ζεστού καλοκαιριού

όλα τα περικλείεις μέσα σου.

Είσαι η πνιχτή φωνή

της εξοχής, η κραυγή

του κρυμμένου ορτυκιού

η θαλπωρή της πέτρας.

Η εξοχή είναι κόπος

Η εξοχή είναι πόνος

Με τη νύχτα η χειρονομία

του αγρότη σωπαίνει.

Είσαι ο μεγάλος κόπος

και η νύχτα που χορταίνει



Είσαι κλειστή όπως ο βράχος

όπως το χορτάρι ,όπως το χώμα

Ανήσυχη όπως η θάλασσα΄ 

Δεν υπάρχει η λέξη που να μπορεί

να σε χωρέσει ή να σε σταματήσει. Μαζεύεις

όπως η γη τα χτυπήματα

και τα κάνεις ζωή, ανάσα

που χαϊδεύει, σιωπή.

Είσαι καυτή όπως η θάλασσα,

όπως το άνθος στο γκρεμό,

δεν μιλάς

και κανείς δεν σου μιλάει.

        

 [15 Νοεμβρίου 1945]







Είσαι η γη και ο θάνατος

η εποχή σου είναι το σκοτάδι

και η σιωπή. Δεν ζει

τίποτε που να είναι πιο μακριά

από το γλυκοχάραμα όσο εσύ.



Όταν φαίνεται πως ξυπνάς

είσαι μονάχα πόνος ,

τον έχεις στα μάτια και στο αίμα

αλλά εσύ δεν αισθάνεσαι. Ζεις

όπως ζει μια πέτρα ,

όπως το  σκληρό χώμα.

Και σε ντύνουνε όνειρα ,

κινήσεις ,αναφιλητά

που εσύ αγνοείς. Ο πόνος

όπως το νερό μιας λίμνης

τρέμει και σε κυκλώνει.

Είναι κύκλοι στο νερό

εσύ τους αφήνεις να διαλυθούν

είσαι η γη και ο θάνατος.



[ 3 Δεκεμβρίου 1945]









Στην C.από τον C.



Εσύ,

διάστικτο χαμόγελο

στα παγωμένα χιονιά

Μαρτιάτικε αέρα ,

 μπαλέτο κλαδιών

που γλιστράνε στο χιόνι

θρηνώντας και πυρπολώντας

τα μικρά σου « αχ » —

λευκοπόδαρη ελαφίνα

χαριτωμένη

θα μπορούσα να ξέρω

ακόμα

τη διαβατάρικη χάρη

όλων των ημερών σου

την αιθέρια δαντέλα

όλων των δρόμων σου —

το αύριο είναι παγωμένο

κάτω στην πεδιάδα—

εσύ, διάστικτο χαμόγελο,

εσύ, γέλιο λαμπερό.



[11 Μαρτίου 1950]







 Το πρωί πάντα επιστρέφεις



Το πρώτο φως της αυγής

ανασαίνει με το στόμα σου

στο βάθος των άδειων δρόμων.

Γκρίζο φως τα μάτια σου,

γλυκές σταγόνες της αυγής

πάνω στους σκούρους λόφους

το βήμα σου και η ανάσα σου



Όπως ο άνεμος της αυγής

πλημμυρίζουν τα σπίτια.

 η πόλη αναριγεί

μοσχοβολούν οι πέτρες –

είσαι η ζωή, το ξύπνημα



χαμένο αστέρι

στο φως της αυγής



ψίθυρος της αύρας

θαλπωρή, ανάσα –

τελείωσε η νύχτα.

Είσαι το φως και το πρωινό.



[19—20 Μαρτίου 1950]











                    



θα ’ρθει ο θάνατος και θα ’χει τα μάτια σου

αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει

από το πρωί ως το βράδυ, ακούραστος,

σιωπηλός, σαν μια παλιά τύψη

ή ένα παράλογο ελάττωμα

τα μάτια σου

θα είναι μια κενή λέξη

μια σιωπηλή κραυγή, μια σιωπή.

Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωί

όταν εσύ μόνη σκύβεις

στον καθρέπτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,

εκείνη τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς

πως είσαι η ζωή και είσαι το τίποτα.



Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα

θα ’ρθει ο θάνατος και θα ’χει τα μάτια σου.

θα είναι σαν να σταματάς μια κακή συνήθεια,

σαν να βλέπεις μέσα στον καθρέφτη

να αναδύεται εκ νέου ένα πρόσωπο νεκρό,

σαν ν’ ακούς ένα κλειστό χείλι.

Θα κατέβουμε στην άβυσσο σιωπηλοί.



  [ 22 Μαρτίου 1950]









 Εσύ, άνεμε του Μάρτη



Είσαι η ζωή και ο θάνατος.

Ήρθες τον Μάρτη

πάνω στη γυμνή γη

Η ανατριχίλα σου διαρκεί.

Ανοιξιάτικο αίμα

--ανεμώνη ή σύννεφο—

το ελαφρύ σου βήμα

προσέβαλλε τη γη.

Ξαναρχίζει ο πόνος.



Το ελαφρύ σου βήμα

Ξύπνησε πάλι τον πόνο.

Ήταν κρύα η γη

κάτω από τον φτωχό ουρανό,

ακίνητη και βυθισμένη

σε ένα μουδιασμένο όνειρο,

σαν κάποιος που δεν υποφέρει πια.

Ακόμα και ο πάγος ήταν γλυκός

μέσα στα βάθη της καρδιάς.

Μεταξύ ζωής και θανάτου

η ελπίδα σιωπούσε.



Τώρα έχει φωνή και αίμα

κάθε πράγμα που ζει.

Τώρα η γη και ο ουρανός

είναι μια δυνατή ανατριχίλα,

η ελπίδα τα οδηγεί

τα αναστατώνει το πρωί

τα πλημμυρίζει το βήμα σου,

η ανάσα σου της αυγής.

Ανοιξιάτικο αίμα,

όλη η γη τρέμει

από έναν αρχαίο φόβο.



Ξύπνησες πάλι από τον πόνο.

Είσαι η ζωή και ο θάνατος.

Πέρασες αλαφρή

πάνω από τη γυμνή γη

σαν χελιδόνι ή σύννεφο,

και ο χείμαρρος της καρδιάς

ξύπνησε πάλι, ξεχύνεται,

αντανακλάται στον ουρανό

και καθρεφτίζει τα πράγματα—

και τα πράγματα, στον ουρανό και στην καρδιά,

υποφέρουν και διπλώνουν από τον πόνο

στην δική σου προσμονή.

Είναι το πρωινό , είναι η αυγή,

αίμα της άνοιξης ,

πρόσβαλες  τη γη.



Η ελπίδα συσπάται,

και σε περιμένει, σε καλεί

Είσαι η ζωή και ο θάνατος.

Το βήμα σου είναι ελαφρύ.



    [ 25 Μαρτίου 1950]











Θα περάσω από την πιάτσα ντι Σπάνια



Θα είναι ένας καθαρός ουρανός

θ’ ανοίγουν οι δρόμοι

στον λόφο με τα πεύκα και τις πέτρες.

Η φασαρία των δρόμων

δεν θ’ αλλάζει την  ακίνητη ατμόσφαιρα

τα λουλούδια στα σιντριβάνια

πιτσιλισμένα από χρώματα

θα μας κοιτάνε ξέγνοιαστες΄

γυναίκες οι σκάλες,

οι ταράτσες, τα χελιδόνια

θα τραγουδούν στον ήλιο.

Θ’ ανοίγει ο δρόμος

οι πέτρες θα τραγουδάνε,

η καρδιά θα χτυπά αναπηδώντας

όπως το νερό στα σιντριβάνια

θα είναι αυτή η φωνή

που θ’ ανεβαίνει τις σκάλες σου.

Τα παράθυρα θα μάθουν

την μυρωδιά της πέτρας και του πρωινού αέρα.

Θ’ ανοίξει μια πόρτα.

Φασαρία των δρόμων

θα είναι ο χτύπος της καρδιάς

μέσα στο χαμένο φως.

Θα είσαι εσύ — φωτεινή κι’ ακίνητη.



[28 Μαρτίου 1950]











Τα πρωινά περνούν φωτεινά

και έρημα. Έτσι άνοιγαν

τα μάτια σου κάποτε. Το πρωινό

διάβαινε αργά, ήταν μια άβυσσος

από ακίνητο φως. Σώπαινε.

Εσύ ζωντανή σώπαινες. Τα πράγματα

ζούσανε κάτω απ’ τα μάτια σου

(όχι πόνος, όχι πυρετός, όχι σκιά)

όπως μια καθαρή θάλασσα το πρωί.



Όπου είσαι εσύ, φως, είναι το πρωινό.

Εσύ ήσουνα η ζωή και τα πράγματα.

Μέσα σου ξύπνιοι, αναπνέαμε

κάτω από τον ουρανό που είναι ακόμα μέσα μας.

Τότε δεν ήταν πόνος, δεν ήταν πυρετός

δεν ήταν αυτή η βαριά σκιά της μέρας

πλημμυρισμένης από κόσμο, ασθμαίνουσα

ανάσα, αναστρέφεις τ’ ακίνητα μάτια σου πάνω μας.



Είναι σκοτεινό το πρωινό που περνά

χωρίς το φως των ματιών σου.



[30 Μαρτίου 1950]

              









Τη νύχτα που κοιμήθηκες



Ακόμα και νύχτα σου μοιάζει

η απόμακρη νύχτα που θρηνεί

σιωπηλά, μέσα στα βάθη της καρδιάς,

και τ’ άστρα περνάνε κουρασμένα.

Ένα μάγουλο ακουμπάει σ’ ένα άλλο μάγουλο.

Είναι μια παγερή ανατριχίλα, κάποιος

χτυπιέται και σε παρακαλεί, μόνος

χαμένος μέσα σου, στον πυρετό σου.



Η νύχτα υποφέρει και επιθυμεί την αυγή

φτωχή καρδιά που τρέμεις.

Ω πρόσωπο κλειστό, σκοτεινή αγωνία

πυρετέ που πικραίνεις τ’ άστρα,

υπάρχει κάποιος που περιμένει την αυγή όπως και συ

ψάχνοντας το πρόσωπό σου στη σιωπή.

Είσαι ξαπλωμένη κάτω από τη νύχτα

σαν ένας κλειστός νεκρός ορίζοντας.

Φτωχή καρδιά που τρέμεις

κάποτε ήσουν η αυγή







[4 Απριλίου 1950]





              

Οι γάτες θα το ξέρουν



Ακόμα θα πέφτει η βροχή

στα γλυκά σου λιθόστρωτα

μια σιγανή βροχή

σαν φύσημα η σαν βηματισμός.

Ακόμα η αύρα και η αυγή

θ’ ανθίζουν απαλά

σαν κάτω από το βήμα σου,

όταν εσύ θα ξαναγυρίζεις.

Ανάμεσα στα λουλούδια και στα παράθυρα

οι γάτες θα το ξέρουν.



Θα υπάρξουν άλλες μέρες

θα υπάρξουν άλλες φωνές.

Θα χαμογελάς μονάχη σου.

Οι γάτες θα το ξέρουν.

Θ’ ακούς λέξεις παλιές

λέξεις κουρασμένες και άδειες

όπως τα παρατημένα ρούχα

της χθεσινής γιορτής.



θα κάνεις και συ χειρονομίες

θ’ απαντάς με λέξεις—

πρόσωπο της άνοιξης

θα κανείς και συ χειρονομίες.

οι γάτες θα το ξέρουν,

πρόσωπο της άνοιξης,

και η σιγανή βροχή,

η αυγή με τα χρώματα υακίνθων

που ξεσχίζουν την καρδιά

εκείνου που δεν ελπίζει πλέον σε σένα,

είναι το λυπημένο χαμόγελο

που χαμογελάς μονάχη σου.

Θα υπάρξουν άλλες μέρες

άλλες φωνές και ξυπνήματα.

Θα υποφέρουμε την αυγή

πρόσωπο της άνοιξης.



[10 Απριλίου 1950 ]







Τελευταίο Μπλουζ για να διαβαστεί κάποια μέρα



Ήταν μονάχα ένα φλερτ

εσύ βέβαια το ήξερες—

κάποιος πληγώθηκε

πολύ καιρό πριν.



Όλα μοιάζουν

και ο χρόνος περνά—

μια μέρα έρχεσαι

μια μέρα θα πεθάνεις



κάποιος πέθανε

πολύ καιρό πριν

κάποιος προσπάθησε

μα δεν έμαθε.

       

 [ 11 Απριλίου 1950]

Μετάφραση:Γιάννης Η.Παππάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου