Σελίδες

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Βάσσης Λαοκράτης |Για τους νεκρούς συμμαχητές στον Γράμμο



Για τους νεκρούς συμμαχητές στον Γράμμο

Βάσσης Λαοκράτης|


04.01.2014


ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΤΣΙΟΣ, Ελεγεία και άλλα ποιήματα, εκδόσεις Γρηγόρη


Το πώς περνάει ο Εμφύλιος στην ποίηση όχι ενός δημιουργού που τον προσλαμβάνει από μακριά, αλλά που συμμετέχει ο ίδιος ως μαχητής του «Δημοκρατικού Στρατού» στο δράμα, αμετάθετα πεπεισμένος για το δίκαιο του αγώνα του, είναι ένα θέμα που καίει. Ένα θέμα με ματωμένες, πονεμένες και πολύ δύσκολες διαστάσεις. Ο Γιάννης Μότσιος, υπερβαίνοντας με την αισθητική λειτουργία της ποίησής του αυτές τις εγγενείς δυσκολίες, το ότι δηλαδή έχει απέναντί του και μέσα του τον «Ετεοκλή» και τον «Πολυνείκη», δικαιώνει με τη ματιά στο αύριο την κοινή αξιακή βάση και της αγωνιστικής του ένταξης και της ποιητικής του δημιουργίας. Κάτι που επικυρώνεται με τον αισθητικό εξαγνισμό που μας χαρίζουν τα ηρωικά του μοιρολόγια για τους νεκρούς συμμαχητές του.


Από τις τρεις αλληλοπροσδιοριζόμενες διαστάσεις της προσωπικότητάς του, την αγωνιστική, που έχει ως αφετηρία της την εμφυλιοπολεμική δοκιμασία ως μαχητής του «Δημοκρατικού Στρατού» στον Γράμμο, την επιστημονική, καθώς είναι έγκριτος και χαλκέντερος νεοελληνιστής φιλόλογος με γόνιμη θητεία πανεπιστημιακού δασκάλου στην Κρήτη και τα Γιάννενα, θα σταθώ στην τρίτη, την ποιητική δηλαδή, που είναι η κατά βάθος προσδιοριστική της πνευματικής του ταυτότητας. Γιατί ο Γιάννης είναι πάνω από όλα ποιητής, και πολύ ιδιαίτερα, όπως ήδη τον έχω χαρακτηρίσει παλιότερα, ο ποιητής του Γράμμου.


Δεν ξέρω αν κι ο ίδιος, όπως εγώ νομίζω, νιώθει να είναι πάνω από όλα ποιητής και πολύ ιδιαίτερα ποιητής του Γράμμου, χωρίς, εννοείται, αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτηρισμός να λειτουργεί εις βάρος της άλλης ποιητικής του δημιουργίας. Προσωπικά, έχοντας μελετήσει και χαρεί το ποιητικό του έργο, ιδίως τις συλλογές του, Στην άκρη του μπλε και αυτή που παρουσιάζω εδώ, αλλά και αδημοσίευτα ποιήματά του, μπορώ να επιμείνω στου λόγου μου του αληθές. Θα προσπαθήσω μάλιστα, όσο γίνεται, να αγγίξω τον εσωτερικό πυρήνα αυτής ακριβώς της διάστασης της ποίησής του, με όλες της τις αισθητικές συμπυκνώσεις, μια μοναδικά ελεγειακής λιτότητας ποίηση, όπου ο βαθύς πόνος και ο ηρωικός τόνος, με την ισόρροπη αλληλοσυμπλήρωσή τους, μας περιάγουν στην υψηλή σφαίρα της αισθητικής κάθαρσης, με τα μάτια του ποιητή να κοιτάζουν: «προς του μέλλοντος τους άγιους τόπους», όπως οραματικά σηματοδοτεί τον αμετάθετο προσανατολισμό του.


Όπως ήδη σας έχω προϊδεάσει με τα εισαγωγικά μου λόγια, εκτιμώ πως, πέραν ενός Θουκυδίδειου στοχασμού, που μπορεί να «φωτίσει» τη σκοτεινή πλευρά τους, μόνο η αληθινή ποίηση μπορεί να συναντηθεί, δια της αισθητικής της λειτουργίας, λυτρωτικά με τους εμφύλιους σπαραγμούς και το τραγικό τους βάθος. Γι' αυτό και διαπιστώνω, συχνά με συγκλονισμό, απ' τους «διαλόγους» με τους νεκρούς συμμαχητές του, πως η ποίηση του Γιάννη Μότσιου, ακριβώς γιατί είναι αληθινή, χαρίζει την ανεκτίμητη αισθητική λύτρωση αμφοτέρωθεν. Όσο κι αν με την πρώτη πρόσληψη σε υποδέχεται ως «ηρωική ελεγεία» της μιας και μόνο πλευράς. Κι ούτε θα μπορούσα να προσπεράσω το «αμφοτέρωθεν», όταν, ας πούμε, τον βρίσκω να κλείνει τα μάτια τού σκοτωμένου αντάρτη απ' τη μια μεριά και του στρατιώτη απ' την άλλη, στο εξαιρετικό ποίημά του: «Εκείνοι κείτονται στο χώμα», όπου και διαβάζουμε: «Με το δεξί μου χέρι σφάλισα τα μάτια τα ανοιχτά του αντάρτη / Σύρθηκα πάνω του και με το αριστερό σφάλισα του στρατιώτη» (Στην άκρη του μπλε).


Ο ζωντανός μαχητής, που είναι ο ίδιος ο ποιητής, κλείνει ως αδερφός τα μάτια των (αλληλο)σκοτωμένων, του αντάρτη και του στρατιώτη. Ένα κλείσιμο όμως ματιών στο οποίο, εξ αντικειμένου, ο ποιητικός λόγος προσδίδει εξαγνιστικό συμβολισμό συμφιλίωσης των σύγχρονων «Ετεοκλήδων» και «Πολυνείκηδων». Κι αυτό ούτε με υποψία έκπτωσης στα υψηλά εκείνα που τον έβγαλαν στο βουνό με όλη την οικογένειά του.


Κάπου όμως στα ενδότερα της ποιητικής του συνείδησης, που αυτή τον συνδέει με τα μύχια της συλλογικής συνείδησης, πολύ πέραν των ιδεολογικών «συρματοπλεγμάτων», εκτυλίσσεται ένας εσώτατος διάλογος, ίσως και ασύνειδος, για την κοινή μοίρα του «Ετεοκλή» και του «Πολυνείκη», στον οποίο ο Γιάννης Μότσιος, ενώνοντας αδιάσπαστα τον μαχητή και τον ποιητή, συμμετέχει με ένα άλμα προς το μέλλον: «΄Αιντε κι η ώρα η καλή, κι αντάμωση / σίγουρη στου μέλλοντος τον κόσμο των τρανών ονείρων μας» ή «Ελάτε να κουβεντιάσουμε, όχι για τα παλιά, αλλά για τους καινούργιους χρόνους». Αλλά κι ακόμα πιο υπαινικτικά: «Ελάτε να καθαρίσουμε τα επιστρώματα της σκόνης / από μορφές και καταστάσεις».


Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πολλά γι' αυτό το «άλμα», που μπορεί και να μην αναγνωστεί ως «άλμα». Σε κάθε όμως περίπτωση, κάπου εκεί, όπου δεν φτάνουν τα «πετροβολήματα», υψώνει και μεταθέτει ο μαχητής του ΔΣΕ Γιάννης Μότσιος δικαιωμένο το ιδεολογικό του όραμα«καθαρισμένο απ' τα επιστρώματα της σκόνης». Αλλά και κάπου εκεί, όπου επίσης δεν φτάνουν τα «πετροβολήματα», μεταθέτει ο ποιητής Γιάννης Μότσιος τον αισθητικό εξαγνισμό του «Γράμμου», της ανείπωτης εμφύλιας τραγωδίας μας. Γιατί, μα την αλήθεια, είσαι αλλιώτικος μετά το καλό διάβασμα της ποίησής του για τον «Γράμμο». Κι είσαι αλλιώτικος κυρίως όταν διαβάσεις αυτό το δικό του «άσμα ηρωικό και πένθιμο» για τα τρία παλικάρια του «Δημοκρατικού Στρατού», που για να μην πιαστούν αιχμάλωτα, όταν ξόδεψαν και την τελευταία σφαίρα, «φτερούγισαν... στον κακοτράχαλο γκρεμό», που μόνο τυχαία δεν τον λένε «Χάρο». Είναι ένα αντρίκιο μοιρολόι, όπως αυτά που αναφέρονται στα κλέφτικα τραγούδια μας.


Σίγουρα, πρέπει κι ο χρόνος να κάνει τον κύκλο του για να απο-συμβολοποιηθεί ο «Γράμμος» απ' αυτά που τον «αγριεύουν» στην ψυχή μας και που δεν είναι ανεξάρτητα απ' το κυρίαρχο μέσα στον καθένα μας «στίγμα» του. Κι η ποίηση πρωτίστως συμβάλλει με την αισθητική της λειτουργία όχι μόνο στην απο-συμβολοποίησή του απ' αυτά που μας «αγριεύουν», απ' το να είναι, ας πούμε, σύμβολο μίσους, αλλά και στην ανα-συμβολοποίησή του, μ' αυτά που μας «ημερώνουν». Γιατί είναι η ποίηση, όπως αυτή του Γιάννη Μότσιου, που αναδεικνύει τον Γράμμο:


-Ως βουνό-πατέρα, που κρατάει στην αγκαλιά του τους δικούς μας «Ετεοκλήδες» και «Πολυνείκηδες», τον «Παύλο» και τον «Νικολιό» του Μίκη Θεοδωράκη, τον «αντάρτη» και τον «στρατιώτη» του Γιάννη Μότσιου, με τους τρεις «αετούς του Χάρου» ανάμεσά τους, που μόνο έτσι θα γαληνέψει η άσπιλη ψυχή τους.


-Ως αλλιώτικα -με ό,τι κρατάει στην αγκαλιά του- όμορφο βουνό, με το οποίο τόσο βαθιά «διαλέγεται» ο δικός του ποιητής, ο Γιάννης Μότσιος, ως γιός του που επέζησε σ' εκείνον τον μεγάλο χαλασμό κι όλο ψάχνει εκεί κάνοντας προσκλητήριο στους χαμένους του συντρόφους:«Ελάτε να πορπατήσουμε μαζί στις τόσες ομορφιές του Γράμμου». Αλλά κι όλο εύχεται να ζήσει για να ιδεί «τα κλωσοπούλια που θα βγάλει η λεχώνα... η λευτεριά».


-Τέλος, ως αισθητικά αποκαθαρμένο, καθαγιασμένο και «ήμερο» βουνό, χωρίς «φαντάσματα» στις πλαγιές του, με «τρεις σταυραετούς να σεργιανούν στην κορφή του».


Δεν μπορώ, κλείνοντας, να μην σας αφήσω την εικόνα με την οποία είναι ταυτισμένος στο μυαλό μου ο Γιάννης Μότσιος, αφότου διάβασα, αδημοσίευτο ακόμα, το ποίημά του: «Και να τους ανεβάσω ψηλά». Τον βλέπω εκεί στην πάνω Αρένα, στην πιο ψηλή κορφή, να έχει μαζέψει σε ένα ξέφωτο όλους τους λύκους του Γράμμου, να τους έχει καθίσει κυκλικά γύρω του και να τους έχει βάλει «προς όλες να θρηνούν των προσανατολισμών τις μεριές», κι «Απ' τ' άγνωστα τα μνήματα να βγαίνουν/ οι νεκροί, γυναίκες κι άντρες και να χειροκροτούν», καθώς: «παρόμοιο μοιρολόι για του Γράμμου τους νεκρούς κανένας/ δεν ματάκουσε / Οι λύκοι μονάχα θρηνούν τη λεβεντιά των λεύτερων παιδιών/ στων ανταρτών τις στράτες».

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ Η.ΠΑΠΠΑΣ ΤΟ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟ ΤΙΠΟΤΑ



http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2012/03/blog-post_9355.html


https://www.youtube.com/watch?v=cPU1eVlNO54




Σ’ ΕΝΑ ΜΠΑΡ ΣΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ



Στον Γιώργο Μύαρη


Σ΄ ένα μπαρ στου Μακρυγιάννη προχθές
μπήκε ένας φουστανελάς με τσακισμένο χέρι.
Ήρθε και κάθισε μαζί μου να πιει ένα ρακί.
Σε λίγο πιάσαμε το χορό και τραγουδούσαμε
τραγούδια ελληνικά.
Ο Ήλιος
εβασίλεψε Έλληνά μου  και το Φεγγάρι εχάθη.
Πίναμε και χορεύαμε όλη τη νύχτα και
σαν καθίσαμε του λέω: Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;
- Στους Μύλους τ’ Αναπλιού, μου λέει.
- Γιατί το τσάκισες;
- Γι' αυτήνη  την πατρίδα. Και τώρα
δικαιοσύνη δε βρίσκω από κανέναν. Ματαιοδοξία
και ιδιοτέλεια δίχτυ πνιγηρό, δόλος και απάτη.  
Κι έκλαιγε σκυφτός με δάκρυα πικρά,
ώσπου με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ.

6 Μαΐου 2008



ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ



Εκεί όπου η μοίρα χορεύει με τις αρχαίες πέτρες,
βλέπω τ’ αγάλματα να στέκουν λυπημένα
μες στους καπνούς κοιτάνε απορημένα.
Κάπνιζε ο τόπος λύπη.



Όλα πεθαίνουν, ακόμη και τ’ αγάλματα.
Βλέπω ν’ ανατριχιάζουν αρχαίες κολώνες,
να στάζουν αίμα τ΄ αγάλματα,
γυναικείες θεότητες, σκιές βασιλιάδων,
αθλητές και θεατές να τρέχουν αλαφιασμένοι.
Δρυάδες πεθαίνουν κλαίγοντας
κι ο ποιητής συλλογισμένος,
κρατάει στα χέρια του μαρμάρινο κεφάλι.

Κλείσαν όλοι οι δρόμοι.
Λαθρεπιβάτες του χρόνου ανήμποροι
Μέτριοι
Δουλοπρεπείς
παίζουμε στις τσέπες μας
κίβδηλα νομίσματα.





ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ


Χαράματα στης λύπης το ποτάμι,
με τις ιτιές τις άκαρπες και τις θλιμμένες λεύκες.
Ορθός στην πλώρη ο Χάροντας και το καράβι πάει.
Σιωπηλές διαβαίνουν οι σκιές.


Το ποτάμι, το ποτάμι.
Τα νερά του τα ξέρουν όλα από παλιά.
Λυπηρά ποτάμια κύλησαν πάνω μας,
κύλησαν και χάθηκαν.


Κάποτε, φτωχή μου ψυχή, θα ’ρθει η ώρα το ποτάμι
να διασχίσεις και συ τις μεγάλες να διαβείς τις πύλες.
Να ’χεις στο στόμα σου τον οβολό,
τον γερο-βαρκάρη να πληρώσεις,
μην τύχει και σ’ αφήσει μοναχή να τριγυρνάς
στου ποταμού τις όχθες.




ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ


Η Ελλάδα είναι,
ήτανε ανέκαθεν
και άρνηση και καταστροφή∙
δοξολογία του τίποτα.



ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ



Πάνω σε μια μάντρα ξερολιθιάς,
χωρίς καθόλου χώμα,
καθόλου νερό,
είχε ανθίσει ένα λουλούδι πανέμορφο.
Με τον ήλιο μόνο είχε ανθίσει
με τον ήλιο μόνο ζούσε.

Ένα λουλούδι που τα καταφέρνει
αιώνες τώρα μες την πέτρα.




ΣΤΗΜΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ


Πόσοι αιώνες χωράνε στις ώρες ενός παιδιού;
Τότε που τ’ αστέρια στέκονταν ακίνητα όλη τη νύχτα.
Τότε που τα κουκούτσια σκάγανε στο φως του φεγγαριού
και η μπάλα ήταν συνέχεια έξω από το γήπεδο.


Τα παιδικά μας χρόνια
πατρίδα μαζί κι εξορία, απ’ όπου
δεν μπορεί κανείς να δραπετεύσει.
Θάλασσα βαθιά, όπου άλλοτε παίζουμε
και άλλοτε μέσα της βουλιάζουμε.


Τώρα, σε άδεια γήπεδα παίζεται η ζωή μας
και στ΄ αποδυτήρια κερδίζονται πλέον οι αγώνες.


ΣΤΑΥΡΟΒΕΛΟΝΙΑ

  

Μ’ αρέσει να το σκάνε τα πουλιά.

               *

Τα ποτάμια είναι οι φλέβες μας
κι η θάλασσα το κορμί μας.

             *
Σαν τεντώσεις το λευκό
στο μαύρο θ’ ακουμπήσεις.
            *
Φίλα με, Φίλα με
σγουρό καλοκαίρι


           *
 
Κεντάει ο χρόνος
στο λευκό σεντόνι της ζωής
μαύρα στολίδια.

          *

Καλοκαίρι: ένα μικρό αγόρι
πάνω σ’ ένα φωτεινό ποδήλατο.


         *


Θλίψη: ένας γέρος πίσω
απ’ το βρεγμένο παράθυρο.






Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

                                 Μην προσπαθήστε να πιάσετε τους ποιητές
                                 γιατί θα σας το σκάσουν μέσα από τα δάχτυλα.
                                Alda Merin



Στους ποιητές ταιριάζει η νύχτα,
όταν ο χρόνος εξορίζεται
και σωπαίνει η φασαρία της αγοράς.


Στους ποιητές ταιριάζει το σκοτάδι,
σαν τον γκιώνη ή το αηδόνι
με τον γλυκύτατο ήχο.


Στους ποιητές ταιριάζει η θλίψη,
όταν πορεύονται ολομόναχοι
τα στενά σοκάκια της μνήμης.


Στους ποιητές ταιριάζουν τα πουλιά
που πετούν πάνω απ΄ την 
απέραντη θάλασσα.


Όμως οι ποιητές, μες στη σιωπή τους,
ακούγονται περισσότερο
κι από τ’ αστροπελέκια μιας καταιγίδας.

_____________

Αφορμή είναι το ποίημα της Αlda Merini  «Οι ποιητές δουλεύουν μέσα στη νύχτα» από τη συλλογή Διαθήκη, Εκδόσεις Crocetti, Μιλάνο 1988.







ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ


Στη μητέρα μου
 

Παίρνει να χαράζει
και πίσω απ’ τον πάγκο της λαϊκής
ένα πουλί στεγνώνει τα φτερά του.
Δίπλα, κι άλλα πουλιά αγριεμένα
από την  τρομοκρατία της αυγής.


Πάνω στους πάγκους
δροσερός κάμπος σε παράταξη.

Πίσω απ’ τα κάγκελα ο έφηβος
εγώ ν’ ακουμπώ με τα δάχτυλα
την ανάσα του χρόνου, όπως σ’ όνειρο.


 Ήρθα μητέρα, συνεχώς ερχόμουνα.





ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ


Στον Δημήτρη Βλαχοπάνο


Πέφτει μια βροχή λυπητερό κλαρίνο.
Πάνω στον τσίγκο παίζει η ορχήστρα
των νερών νοτίζοντας τους τοίχους της καρδιάς μας.


Από κει, πετρωμένο νερό ανεβαίνει προς τα μάτια,
φουσκωμένο ποτάμι σε κατεβασιά μνήμης.
Μέσα του έχει αηδόνια και τριζόνια, κοτσύφια, καρδερίνες
βάτα, κεράσια και μελίκοκα, λεμόνια, πορτοκάλια,
αγαπημένα ονόματα, εικόνες, τόπους χωματόδρομους.


Τώρα, στο προσκλητήριο της αστραπής
βρέχει απουσίες.
Στα παιδικά μου χρόνια βρέχει νερό πετρωμένο της μνήμης.





ΤΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΟΠΙΑ

Μνήμη  Στράτου Στασινού



Όταν ο  χρόνος ανταμώνει με την  μνήμη
τα βλέμματα κοιτάζουν στο κενό.
Έχει πατρίδα η ξενιτιά;


Με τη βροχή έρχονται ξεχασμένα λόγια
ξεθωριασμένα τοπία.
Τότε φουσκώνουν τα μάτια και νοτίζει ο τόπος.


Πίσω από τα βουνά, σε φόντο ασπρόμαυρο,
έρχονται οι αδικαίωτοι πρόγονοι.
Κι από τα χαλάσματα σκιές ανταμώνουν στα σοκάκια.
Ξάφνου παίρνει η μνήμη χρώμα, μες  στο γκρίζο που επιμένει.
 

Έρχονται τόποι και άνθρωποι.
Θρήνοι έρχονται και χαρές.
Έρχεται πάλι η ζωή…η ίδια να θυμίσει…

____________

Αφορμή το ντοκιμαντέρ του Στράτου Στασινού  Ήπειρος
Σενάριο: Στράτος Στασινός, Βασίλης Νιτσιάκος





Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

Επέστρεφες στο σπίτι αργά μέσα στη νύχτα.
Με τα χέρια σου αναμεράς το σκοτάδι.
Πώς να περάσεις μέσα από τόσους μπαξέδες λύπης και οδύνης;


Τι θέλεις πάλι εδώ και τι ψάχνεις;
Σε τι μνήμες θα σκοντάψεις πάλι;

Φτάνεις στο πέτρινο σπίτι.
Προσπαθείς να μιλήσεις, αλλά η φωνή πετρωμένη.


Στο ποτάμι, πέρα μακριά, κελαηδούσε η βροχή.



ΤΟ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ

                                           Μνήμη Μαρίας Πολυδούρη



Ποιο είναι αυτό το κορίτσι
που γυρίζει κι όλο γυρίζει
με μια κόκκινη ομπρέλα στην παραλία,
κάτω από το αμείλικτο φως του φεγγαριού.

Ποιο είναι αυτό το θλιμμένο κορίτσι
με τη μακριά μαύρη πλεξούδα
που μελαγχολική και σκυθρωπή πάει
μοναχή γυρνώντας στους έρημους δρόμους

Ποιο είναι αυτό το κορίτσι
με τα μεγάλα εβένινα μάτια
που είχε κλείσει στο βλέμμα της
ένα αστέρι κι όλο ζητούσε τον ουρανό


Ποια είναι η απαρηγόρητη σκιά
που τριγυρνάει ακόμη στα όνειρά μας
θρηνώντας για ένα έρωτα ανεκπλήρωτο
και οριστικά χαμένο.


ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ



Το μικρό μου κορίτσι με την κούκλα στο χέρι
και τα μεγάλα φωτεινά μάτια,
ήρθε να με φιλήσει για να κοιμηθεί.
Με τι μπορώ να την συγκρίνω.
Σίγουρα με την πρωινή αύρα
καλοκαιριού που δροσίζει το πρόσωπο


με το αφρισμένο άγγιγμα του αλμυρού κύματος,
με τον γαλάζιο καπνό μικρών σπιτιών στον κάμπο,
με τα σύννεφα ακόμη τα ελαφριά σύννεφα
που γενιούνται και διαλύονται στον ήρεμο ουρανό.

Έτσι θέλω να είναι το κορίτσι μου
ένα ελαφρύ σύννεφο στον ήρεμο ουρανό.



ΤΟ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟ ΤΙΠΟΤΑ



Τίποτα είναι το κλάμα του μωρού,
το ζεστό ψωμί στα χέρια του μετανάστη,
ένα ποτήρι νερό στα χείλη του διψασμένου∙


είναι το πρώτο φως της αυγής,
το σ’ αγαπώ του έφηβου κοριτσιού,
το σκίρτημα του ζαρκαδιού.

Τίποτα είναι το δάκρυ στο μάγουλο της μάνας
ο ήχος της καμπάνας σ’ έρημο ξωκλήσι,
το λάλημα του πετεινού τα χαράματα∙



είναι η κάθε μέρα που ανυπόμονη περνάει,
είναι η ίδια μας η ζωή,
τίποτα είναι αυτό το ανεκτίμητο τίποτα.





 Τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική συλλογή
Το ανεκτίμητο τίποτα, Μεταίχμιο 2012

ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ Θα ’ρθει ο θάνατος και θα ’χει τα μάτια σου (Απόσπασμα)





Η γη και ο θάνατος



Kόκκινη γη μαύρη γη,

έρχεσαι από τη θάλασσα

από την άγονη βλάστηση,

όπου υπάρχουν λέξεις αρχαίες

και ματωμένη κούραση

και γεράνια ανάμεσα στα βράχια

δεν ξέρεις πόσο φέρνεις

λέξεις θαλασσινές και κούραση

πλούσια εσύ όπως μια ανάμνηση

σαν την άγονη εξοχή

εσύ σκληρή και γλυκιά

λέξη, αρχαία από το αίμα

σοδειά μέσα στα μάτια ¨

νεαρή, όπως ένας καρπός

που είναι ανάμνηση και εποχή—

η ανάσα σου ξαποσταίνει

κάτω από τον Αυγουστιάτικο ουρανό

οι ελιές του βλέμματος σου

παρηγορούν την θάλασσα

και συ ζεις ξαναζείς

χωρίς να εκπλήσσεις, βέβαιη

όπως η γη, σκοτεινή

όπως η γη λιοτριβείο

εποχών και ονείρων

που στο φεγγάρι αποκαλύπτεται

αρχαιότατο, όπως

τα χέρια της μάνας σου,

η κόγχη του μαγκαλιού.



[27 Οκτωβρίου 1945]









Ακόμα και συ είσαι λόφος

και μονοπάτι στους βράχους

και παιχνίδι μέσα στους καλαμιώνες

και γνωρίζεις το αμπέλι

που τις νύχτες σιωπά

Εσύ δε λες κουβέντες



Υπάρχει μια γη που σωπαίνει

και δεν είναι η γη σου.

Υπάρχει μια σιωπή που διαρκεί

πάνω από τη βλάστηση και τους λόφους

Υπάρχουν νερά και εξοχές.

Είσαι μια κλειστή σιωπή

που δεν υποτάσσεται , είσαι χείλη

και μάτια σκοτεινά. Είσαι το αμπέλι.



Είναι μια γη που περιμένει

και δεν λέει κουβέντα.

Πέρασαν μέρες

κάτω από φλογισμένους ουρανούς.

Εσύ έπαιξες με τα σύννεφα.

Είναι μια γη μοχθηρή

το μέτωπο σου το γνωρίζει .

Ακόμα κι αυτό είναι το αμπέλι.



Θα ξαναβρείς τα σύννεφα

και τον καλαμιώνα και τις φωνές

όπως τον ίσκιο της σελήνης.

Θα ξαναβρείς λόγια

πέρα από τη σύντομη ζωή

και τη νυχτερινή των παιχνιδιών,

πέρα από την φωτισμένη παιδική ηλικία

θά ’ναι γλυκό να σωπαίνεις.

Είσαι η γη και το αμπέλι.

Μια φλογισμένη σιωπή

θα κάψει την εξοχή

όπως οι φωτιές το βράδυ.



   [30-31 Οκτωβρίου 1945 ]













Έχεις πρόσωπο από πελεκητή πέτρα

αίμα από σκληρό χώμα 

έρχεσαι  από τη θάλασσα.

όλα τα αποδέχεσαι ,τα εξερευνάς

και τ’ αποβάλλεις

όπως η θάλασσα. Στην καρδιά

έχεις σιωπή ,πνιγμένα λόγια. Είσαι σκοτεινή.

Για σένα η αυγή είναι σιωπή.



Και είσαι όπως οι φωνές

της γης – ο χτύπος

του κουβά στο πηγάδι

το τραγούδι της φωτιάς,



ο ήχος από το πέσιμο του μήλου΄

οι υπομονετικοί ψίθυροι

στα κατώφλια,

το κλάμα του μωρού-τα πράγματα

που δεν περνάνε ποτέ.

Δεν αλλάζεις. Είσαι σκοτεινή,

είσαι το κλειστό υπόγειο,

με το χωματένιο πάτωμα

όπου κάποτε μπήκε το ξυπόλητο παιδί

και θα το θυμάται πάντα.

Είσαι το σκοτεινό δωμάτιο

που θα θυμόμαστε πάντα,

σαν την αρχαία αυλή

όπου ξεπρόβαλλε η αυγή.

                     

[5 Νοεμβρίου 1945]





Από χώμα και από αρμύρα

είναι το βλέμμα σου. Μια μέρα

στάλαξες θάλασσα.

Είχες φυτά

στο πλευρό σου, ζεστά ,

έχουν ακόμα τη γεύση σου.



Αθάνατος και πικροδάφνη

όλα τα περικλείεις μέσα στα μάτια σου.

Από χώμα και από αρμύρα

έχεις τις φλέβες, την ανάσα σου.



Φύσημα  ζεστού αέρα

ίσκιος ζεστού καλοκαιριού

όλα τα περικλείεις μέσα σου.

Είσαι η πνιχτή φωνή

της εξοχής, η κραυγή

του κρυμμένου ορτυκιού

η θαλπωρή της πέτρας.

Η εξοχή είναι κόπος

Η εξοχή είναι πόνος

Με τη νύχτα η χειρονομία

του αγρότη σωπαίνει.

Είσαι ο μεγάλος κόπος

και η νύχτα που χορταίνει



Είσαι κλειστή όπως ο βράχος

όπως το χορτάρι ,όπως το χώμα

Ανήσυχη όπως η θάλασσα΄ 

Δεν υπάρχει η λέξη που να μπορεί

να σε χωρέσει ή να σε σταματήσει. Μαζεύεις

όπως η γη τα χτυπήματα

και τα κάνεις ζωή, ανάσα

που χαϊδεύει, σιωπή.

Είσαι καυτή όπως η θάλασσα,

όπως το άνθος στο γκρεμό,

δεν μιλάς

και κανείς δεν σου μιλάει.

        

 [15 Νοεμβρίου 1945]







Είσαι η γη και ο θάνατος

η εποχή σου είναι το σκοτάδι

και η σιωπή. Δεν ζει

τίποτε που να είναι πιο μακριά

από το γλυκοχάραμα όσο εσύ.



Όταν φαίνεται πως ξυπνάς

είσαι μονάχα πόνος ,

τον έχεις στα μάτια και στο αίμα

αλλά εσύ δεν αισθάνεσαι. Ζεις

όπως ζει μια πέτρα ,

όπως το  σκληρό χώμα.

Και σε ντύνουνε όνειρα ,

κινήσεις ,αναφιλητά

που εσύ αγνοείς. Ο πόνος

όπως το νερό μιας λίμνης

τρέμει και σε κυκλώνει.

Είναι κύκλοι στο νερό

εσύ τους αφήνεις να διαλυθούν

είσαι η γη και ο θάνατος.



[ 3 Δεκεμβρίου 1945]









Στην C.από τον C.



Εσύ,

διάστικτο χαμόγελο

στα παγωμένα χιονιά

Μαρτιάτικε αέρα ,

 μπαλέτο κλαδιών

που γλιστράνε στο χιόνι

θρηνώντας και πυρπολώντας

τα μικρά σου « αχ » —

λευκοπόδαρη ελαφίνα

χαριτωμένη

θα μπορούσα να ξέρω

ακόμα

τη διαβατάρικη χάρη

όλων των ημερών σου

την αιθέρια δαντέλα

όλων των δρόμων σου —

το αύριο είναι παγωμένο

κάτω στην πεδιάδα—

εσύ, διάστικτο χαμόγελο,

εσύ, γέλιο λαμπερό.



[11 Μαρτίου 1950]







 Το πρωί πάντα επιστρέφεις



Το πρώτο φως της αυγής

ανασαίνει με το στόμα σου

στο βάθος των άδειων δρόμων.

Γκρίζο φως τα μάτια σου,

γλυκές σταγόνες της αυγής

πάνω στους σκούρους λόφους

το βήμα σου και η ανάσα σου



Όπως ο άνεμος της αυγής

πλημμυρίζουν τα σπίτια.

 η πόλη αναριγεί

μοσχοβολούν οι πέτρες –

είσαι η ζωή, το ξύπνημα



χαμένο αστέρι

στο φως της αυγής



ψίθυρος της αύρας

θαλπωρή, ανάσα –

τελείωσε η νύχτα.

Είσαι το φως και το πρωινό.



[19—20 Μαρτίου 1950]











                    



θα ’ρθει ο θάνατος και θα ’χει τα μάτια σου

αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει

από το πρωί ως το βράδυ, ακούραστος,

σιωπηλός, σαν μια παλιά τύψη

ή ένα παράλογο ελάττωμα

τα μάτια σου

θα είναι μια κενή λέξη

μια σιωπηλή κραυγή, μια σιωπή.

Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωί

όταν εσύ μόνη σκύβεις

στον καθρέπτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,

εκείνη τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς

πως είσαι η ζωή και είσαι το τίποτα.



Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα

θα ’ρθει ο θάνατος και θα ’χει τα μάτια σου.

θα είναι σαν να σταματάς μια κακή συνήθεια,

σαν να βλέπεις μέσα στον καθρέφτη

να αναδύεται εκ νέου ένα πρόσωπο νεκρό,

σαν ν’ ακούς ένα κλειστό χείλι.

Θα κατέβουμε στην άβυσσο σιωπηλοί.



  [ 22 Μαρτίου 1950]









 Εσύ, άνεμε του Μάρτη



Είσαι η ζωή και ο θάνατος.

Ήρθες τον Μάρτη

πάνω στη γυμνή γη

Η ανατριχίλα σου διαρκεί.

Ανοιξιάτικο αίμα

--ανεμώνη ή σύννεφο—

το ελαφρύ σου βήμα

προσέβαλλε τη γη.

Ξαναρχίζει ο πόνος.



Το ελαφρύ σου βήμα

Ξύπνησε πάλι τον πόνο.

Ήταν κρύα η γη

κάτω από τον φτωχό ουρανό,

ακίνητη και βυθισμένη

σε ένα μουδιασμένο όνειρο,

σαν κάποιος που δεν υποφέρει πια.

Ακόμα και ο πάγος ήταν γλυκός

μέσα στα βάθη της καρδιάς.

Μεταξύ ζωής και θανάτου

η ελπίδα σιωπούσε.



Τώρα έχει φωνή και αίμα

κάθε πράγμα που ζει.

Τώρα η γη και ο ουρανός

είναι μια δυνατή ανατριχίλα,

η ελπίδα τα οδηγεί

τα αναστατώνει το πρωί

τα πλημμυρίζει το βήμα σου,

η ανάσα σου της αυγής.

Ανοιξιάτικο αίμα,

όλη η γη τρέμει

από έναν αρχαίο φόβο.



Ξύπνησες πάλι από τον πόνο.

Είσαι η ζωή και ο θάνατος.

Πέρασες αλαφρή

πάνω από τη γυμνή γη

σαν χελιδόνι ή σύννεφο,

και ο χείμαρρος της καρδιάς

ξύπνησε πάλι, ξεχύνεται,

αντανακλάται στον ουρανό

και καθρεφτίζει τα πράγματα—

και τα πράγματα, στον ουρανό και στην καρδιά,

υποφέρουν και διπλώνουν από τον πόνο

στην δική σου προσμονή.

Είναι το πρωινό , είναι η αυγή,

αίμα της άνοιξης ,

πρόσβαλες  τη γη.



Η ελπίδα συσπάται,

και σε περιμένει, σε καλεί

Είσαι η ζωή και ο θάνατος.

Το βήμα σου είναι ελαφρύ.



    [ 25 Μαρτίου 1950]











Θα περάσω από την πιάτσα ντι Σπάνια



Θα είναι ένας καθαρός ουρανός

θ’ ανοίγουν οι δρόμοι

στον λόφο με τα πεύκα και τις πέτρες.

Η φασαρία των δρόμων

δεν θ’ αλλάζει την  ακίνητη ατμόσφαιρα

τα λουλούδια στα σιντριβάνια

πιτσιλισμένα από χρώματα

θα μας κοιτάνε ξέγνοιαστες΄

γυναίκες οι σκάλες,

οι ταράτσες, τα χελιδόνια

θα τραγουδούν στον ήλιο.

Θ’ ανοίγει ο δρόμος

οι πέτρες θα τραγουδάνε,

η καρδιά θα χτυπά αναπηδώντας

όπως το νερό στα σιντριβάνια

θα είναι αυτή η φωνή

που θ’ ανεβαίνει τις σκάλες σου.

Τα παράθυρα θα μάθουν

την μυρωδιά της πέτρας και του πρωινού αέρα.

Θ’ ανοίξει μια πόρτα.

Φασαρία των δρόμων

θα είναι ο χτύπος της καρδιάς

μέσα στο χαμένο φως.

Θα είσαι εσύ — φωτεινή κι’ ακίνητη.



[28 Μαρτίου 1950]











Τα πρωινά περνούν φωτεινά

και έρημα. Έτσι άνοιγαν

τα μάτια σου κάποτε. Το πρωινό

διάβαινε αργά, ήταν μια άβυσσος

από ακίνητο φως. Σώπαινε.

Εσύ ζωντανή σώπαινες. Τα πράγματα

ζούσανε κάτω απ’ τα μάτια σου

(όχι πόνος, όχι πυρετός, όχι σκιά)

όπως μια καθαρή θάλασσα το πρωί.



Όπου είσαι εσύ, φως, είναι το πρωινό.

Εσύ ήσουνα η ζωή και τα πράγματα.

Μέσα σου ξύπνιοι, αναπνέαμε

κάτω από τον ουρανό που είναι ακόμα μέσα μας.

Τότε δεν ήταν πόνος, δεν ήταν πυρετός

δεν ήταν αυτή η βαριά σκιά της μέρας

πλημμυρισμένης από κόσμο, ασθμαίνουσα

ανάσα, αναστρέφεις τ’ ακίνητα μάτια σου πάνω μας.



Είναι σκοτεινό το πρωινό που περνά

χωρίς το φως των ματιών σου.



[30 Μαρτίου 1950]

              









Τη νύχτα που κοιμήθηκες



Ακόμα και νύχτα σου μοιάζει

η απόμακρη νύχτα που θρηνεί

σιωπηλά, μέσα στα βάθη της καρδιάς,

και τ’ άστρα περνάνε κουρασμένα.

Ένα μάγουλο ακουμπάει σ’ ένα άλλο μάγουλο.

Είναι μια παγερή ανατριχίλα, κάποιος

χτυπιέται και σε παρακαλεί, μόνος

χαμένος μέσα σου, στον πυρετό σου.



Η νύχτα υποφέρει και επιθυμεί την αυγή

φτωχή καρδιά που τρέμεις.

Ω πρόσωπο κλειστό, σκοτεινή αγωνία

πυρετέ που πικραίνεις τ’ άστρα,

υπάρχει κάποιος που περιμένει την αυγή όπως και συ

ψάχνοντας το πρόσωπό σου στη σιωπή.

Είσαι ξαπλωμένη κάτω από τη νύχτα

σαν ένας κλειστός νεκρός ορίζοντας.

Φτωχή καρδιά που τρέμεις

κάποτε ήσουν η αυγή







[4 Απριλίου 1950]





              

Οι γάτες θα το ξέρουν



Ακόμα θα πέφτει η βροχή

στα γλυκά σου λιθόστρωτα

μια σιγανή βροχή

σαν φύσημα η σαν βηματισμός.

Ακόμα η αύρα και η αυγή

θ’ ανθίζουν απαλά

σαν κάτω από το βήμα σου,

όταν εσύ θα ξαναγυρίζεις.

Ανάμεσα στα λουλούδια και στα παράθυρα

οι γάτες θα το ξέρουν.



Θα υπάρξουν άλλες μέρες

θα υπάρξουν άλλες φωνές.

Θα χαμογελάς μονάχη σου.

Οι γάτες θα το ξέρουν.

Θ’ ακούς λέξεις παλιές

λέξεις κουρασμένες και άδειες

όπως τα παρατημένα ρούχα

της χθεσινής γιορτής.



θα κάνεις και συ χειρονομίες

θ’ απαντάς με λέξεις—

πρόσωπο της άνοιξης

θα κανείς και συ χειρονομίες.

οι γάτες θα το ξέρουν,

πρόσωπο της άνοιξης,

και η σιγανή βροχή,

η αυγή με τα χρώματα υακίνθων

που ξεσχίζουν την καρδιά

εκείνου που δεν ελπίζει πλέον σε σένα,

είναι το λυπημένο χαμόγελο

που χαμογελάς μονάχη σου.

Θα υπάρξουν άλλες μέρες

άλλες φωνές και ξυπνήματα.

Θα υποφέρουμε την αυγή

πρόσωπο της άνοιξης.



[10 Απριλίου 1950 ]







Τελευταίο Μπλουζ για να διαβαστεί κάποια μέρα



Ήταν μονάχα ένα φλερτ

εσύ βέβαια το ήξερες—

κάποιος πληγώθηκε

πολύ καιρό πριν.



Όλα μοιάζουν

και ο χρόνος περνά—

μια μέρα έρχεσαι

μια μέρα θα πεθάνεις



κάποιος πέθανε

πολύ καιρό πριν

κάποιος προσπάθησε

μα δεν έμαθε.

       

 [ 11 Απριλίου 1950]

Μετάφραση:Γιάννης Η.Παππάς