Για τους νεκρούς συμμαχητές στον Γράμμο
Βάσσης Λαοκράτης|
04.01.2014
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΤΣΙΟΣ, Ελεγεία και άλλα ποιήματα, εκδόσεις Γρηγόρη
Το πώς περνάει ο Εμφύλιος στην ποίηση όχι ενός δημιουργού που τον προσλαμβάνει από μακριά, αλλά που συμμετέχει ο ίδιος ως μαχητής του «Δημοκρατικού Στρατού» στο δράμα, αμετάθετα πεπεισμένος για το δίκαιο του αγώνα του, είναι ένα θέμα που καίει. Ένα θέμα με ματωμένες, πονεμένες και πολύ δύσκολες διαστάσεις. Ο Γιάννης Μότσιος, υπερβαίνοντας με την αισθητική λειτουργία της ποίησής του αυτές τις εγγενείς δυσκολίες, το ότι δηλαδή έχει απέναντί του και μέσα του τον «Ετεοκλή» και τον «Πολυνείκη», δικαιώνει με τη ματιά στο αύριο την κοινή αξιακή βάση και της αγωνιστικής του ένταξης και της ποιητικής του δημιουργίας. Κάτι που επικυρώνεται με τον αισθητικό εξαγνισμό που μας χαρίζουν τα ηρωικά του μοιρολόγια για τους νεκρούς συμμαχητές του.
Από τις τρεις αλληλοπροσδιοριζόμενες διαστάσεις της προσωπικότητάς του, την αγωνιστική, που έχει ως αφετηρία της την εμφυλιοπολεμική δοκιμασία ως μαχητής του «Δημοκρατικού Στρατού» στον Γράμμο, την επιστημονική, καθώς είναι έγκριτος και χαλκέντερος νεοελληνιστής φιλόλογος με γόνιμη θητεία πανεπιστημιακού δασκάλου στην Κρήτη και τα Γιάννενα, θα σταθώ στην τρίτη, την ποιητική δηλαδή, που είναι η κατά βάθος προσδιοριστική της πνευματικής του ταυτότητας. Γιατί ο Γιάννης είναι πάνω από όλα ποιητής, και πολύ ιδιαίτερα, όπως ήδη τον έχω χαρακτηρίσει παλιότερα, ο ποιητής του Γράμμου.
Δεν ξέρω αν κι ο ίδιος, όπως εγώ νομίζω, νιώθει να είναι πάνω από όλα ποιητής και πολύ ιδιαίτερα ποιητής του Γράμμου, χωρίς, εννοείται, αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτηρισμός να λειτουργεί εις βάρος της άλλης ποιητικής του δημιουργίας. Προσωπικά, έχοντας μελετήσει και χαρεί το ποιητικό του έργο, ιδίως τις συλλογές του, Στην άκρη του μπλε και αυτή που παρουσιάζω εδώ, αλλά και αδημοσίευτα ποιήματά του, μπορώ να επιμείνω στου λόγου μου του αληθές. Θα προσπαθήσω μάλιστα, όσο γίνεται, να αγγίξω τον εσωτερικό πυρήνα αυτής ακριβώς της διάστασης της ποίησής του, με όλες της τις αισθητικές συμπυκνώσεις, μια μοναδικά ελεγειακής λιτότητας ποίηση, όπου ο βαθύς πόνος και ο ηρωικός τόνος, με την ισόρροπη αλληλοσυμπλήρωσή τους, μας περιάγουν στην υψηλή σφαίρα της αισθητικής κάθαρσης, με τα μάτια του ποιητή να κοιτάζουν: «προς του μέλλοντος τους άγιους τόπους», όπως οραματικά σηματοδοτεί τον αμετάθετο προσανατολισμό του.
Όπως ήδη σας έχω προϊδεάσει με τα εισαγωγικά μου λόγια, εκτιμώ πως, πέραν ενός Θουκυδίδειου στοχασμού, που μπορεί να «φωτίσει» τη σκοτεινή πλευρά τους, μόνο η αληθινή ποίηση μπορεί να συναντηθεί, δια της αισθητικής της λειτουργίας, λυτρωτικά με τους εμφύλιους σπαραγμούς και το τραγικό τους βάθος. Γι' αυτό και διαπιστώνω, συχνά με συγκλονισμό, απ' τους «διαλόγους» με τους νεκρούς συμμαχητές του, πως η ποίηση του Γιάννη Μότσιου, ακριβώς γιατί είναι αληθινή, χαρίζει την ανεκτίμητη αισθητική λύτρωση αμφοτέρωθεν. Όσο κι αν με την πρώτη πρόσληψη σε υποδέχεται ως «ηρωική ελεγεία» της μιας και μόνο πλευράς. Κι ούτε θα μπορούσα να προσπεράσω το «αμφοτέρωθεν», όταν, ας πούμε, τον βρίσκω να κλείνει τα μάτια τού σκοτωμένου αντάρτη απ' τη μια μεριά και του στρατιώτη απ' την άλλη, στο εξαιρετικό ποίημά του: «Εκείνοι κείτονται στο χώμα», όπου και διαβάζουμε: «Με το δεξί μου χέρι σφάλισα τα μάτια τα ανοιχτά του αντάρτη / Σύρθηκα πάνω του και με το αριστερό σφάλισα του στρατιώτη» (Στην άκρη του μπλε).
Ο ζωντανός μαχητής, που είναι ο ίδιος ο ποιητής, κλείνει ως αδερφός τα μάτια των (αλληλο)σκοτωμένων, του αντάρτη και του στρατιώτη. Ένα κλείσιμο όμως ματιών στο οποίο, εξ αντικειμένου, ο ποιητικός λόγος προσδίδει εξαγνιστικό συμβολισμό συμφιλίωσης των σύγχρονων «Ετεοκλήδων» και «Πολυνείκηδων». Κι αυτό ούτε με υποψία έκπτωσης στα υψηλά εκείνα που τον έβγαλαν στο βουνό με όλη την οικογένειά του.
Κάπου όμως στα ενδότερα της ποιητικής του συνείδησης, που αυτή τον συνδέει με τα μύχια της συλλογικής συνείδησης, πολύ πέραν των ιδεολογικών «συρματοπλεγμάτων», εκτυλίσσεται ένας εσώτατος διάλογος, ίσως και ασύνειδος, για την κοινή μοίρα του «Ετεοκλή» και του «Πολυνείκη», στον οποίο ο Γιάννης Μότσιος, ενώνοντας αδιάσπαστα τον μαχητή και τον ποιητή, συμμετέχει με ένα άλμα προς το μέλλον: «΄Αιντε κι η ώρα η καλή, κι αντάμωση / σίγουρη στου μέλλοντος τον κόσμο των τρανών ονείρων μας» ή «Ελάτε να κουβεντιάσουμε, όχι για τα παλιά, αλλά για τους καινούργιους χρόνους». Αλλά κι ακόμα πιο υπαινικτικά: «Ελάτε να καθαρίσουμε τα επιστρώματα της σκόνης / από μορφές και καταστάσεις».
Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πολλά γι' αυτό το «άλμα», που μπορεί και να μην αναγνωστεί ως «άλμα». Σε κάθε όμως περίπτωση, κάπου εκεί, όπου δεν φτάνουν τα «πετροβολήματα», υψώνει και μεταθέτει ο μαχητής του ΔΣΕ Γιάννης Μότσιος δικαιωμένο το ιδεολογικό του όραμα«καθαρισμένο απ' τα επιστρώματα της σκόνης». Αλλά και κάπου εκεί, όπου επίσης δεν φτάνουν τα «πετροβολήματα», μεταθέτει ο ποιητής Γιάννης Μότσιος τον αισθητικό εξαγνισμό του «Γράμμου», της ανείπωτης εμφύλιας τραγωδίας μας. Γιατί, μα την αλήθεια, είσαι αλλιώτικος μετά το καλό διάβασμα της ποίησής του για τον «Γράμμο». Κι είσαι αλλιώτικος κυρίως όταν διαβάσεις αυτό το δικό του «άσμα ηρωικό και πένθιμο» για τα τρία παλικάρια του «Δημοκρατικού Στρατού», που για να μην πιαστούν αιχμάλωτα, όταν ξόδεψαν και την τελευταία σφαίρα, «φτερούγισαν... στον κακοτράχαλο γκρεμό», που μόνο τυχαία δεν τον λένε «Χάρο». Είναι ένα αντρίκιο μοιρολόι, όπως αυτά που αναφέρονται στα κλέφτικα τραγούδια μας.
Σίγουρα, πρέπει κι ο χρόνος να κάνει τον κύκλο του για να απο-συμβολοποιηθεί ο «Γράμμος» απ' αυτά που τον «αγριεύουν» στην ψυχή μας και που δεν είναι ανεξάρτητα απ' το κυρίαρχο μέσα στον καθένα μας «στίγμα» του. Κι η ποίηση πρωτίστως συμβάλλει με την αισθητική της λειτουργία όχι μόνο στην απο-συμβολοποίησή του απ' αυτά που μας «αγριεύουν», απ' το να είναι, ας πούμε, σύμβολο μίσους, αλλά και στην ανα-συμβολοποίησή του, μ' αυτά που μας «ημερώνουν». Γιατί είναι η ποίηση, όπως αυτή του Γιάννη Μότσιου, που αναδεικνύει τον Γράμμο:
-Ως βουνό-πατέρα, που κρατάει στην αγκαλιά του τους δικούς μας «Ετεοκλήδες» και «Πολυνείκηδες», τον «Παύλο» και τον «Νικολιό» του Μίκη Θεοδωράκη, τον «αντάρτη» και τον «στρατιώτη» του Γιάννη Μότσιου, με τους τρεις «αετούς του Χάρου» ανάμεσά τους, που μόνο έτσι θα γαληνέψει η άσπιλη ψυχή τους.
-Ως αλλιώτικα -με ό,τι κρατάει στην αγκαλιά του- όμορφο βουνό, με το οποίο τόσο βαθιά «διαλέγεται» ο δικός του ποιητής, ο Γιάννης Μότσιος, ως γιός του που επέζησε σ' εκείνον τον μεγάλο χαλασμό κι όλο ψάχνει εκεί κάνοντας προσκλητήριο στους χαμένους του συντρόφους:«Ελάτε να πορπατήσουμε μαζί στις τόσες ομορφιές του Γράμμου». Αλλά κι όλο εύχεται να ζήσει για να ιδεί «τα κλωσοπούλια που θα βγάλει η λεχώνα... η λευτεριά».
-Τέλος, ως αισθητικά αποκαθαρμένο, καθαγιασμένο και «ήμερο» βουνό, χωρίς «φαντάσματα» στις πλαγιές του, με «τρεις σταυραετούς να σεργιανούν στην κορφή του».
Δεν μπορώ, κλείνοντας, να μην σας αφήσω την εικόνα με την οποία είναι ταυτισμένος στο μυαλό μου ο Γιάννης Μότσιος, αφότου διάβασα, αδημοσίευτο ακόμα, το ποίημά του: «Και να τους ανεβάσω ψηλά». Τον βλέπω εκεί στην πάνω Αρένα, στην πιο ψηλή κορφή, να έχει μαζέψει σε ένα ξέφωτο όλους τους λύκους του Γράμμου, να τους έχει καθίσει κυκλικά γύρω του και να τους έχει βάλει «προς όλες να θρηνούν των προσανατολισμών τις μεριές», κι «Απ' τ' άγνωστα τα μνήματα να βγαίνουν/ οι νεκροί, γυναίκες κι άντρες και να χειροκροτούν», καθώς: «παρόμοιο μοιρολόι για του Γράμμου τους νεκρούς κανένας/ δεν ματάκουσε / Οι λύκοι μονάχα θρηνούν τη λεβεντιά των λεύτερων παιδιών/ στων ανταρτών τις στράτες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου